σκέλλω

  • 21περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… …

    Dictionary of Greek

  • 22προσσκέλλω — Α 1. ξηραίνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. μτφ. (κυρίως στον παρακμ.) προσέσκληκα (αμτβ.) παραμένω σταθερός σε κάποιον ή σε κάτι, εμμένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σκέλλω «ξηραίνω, στεγνώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 23σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …

    Dictionary of Greek

  • 24σκελιφρός — και δ. γρφ. σκελεφρός, ά, όν, Α 1. αποξηραμένος 2. ξηρός, κατάξηρος 3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς...εἶναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ επίδραση τών τ. σκληφρός*,… …

    Dictionary of Greek

  • 25σκληφρός — ά, όν, Α ισχνός, λεπτοφυής, κοκαλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *σκελη τού σκέλλομαι «είμαι κατάξερος, ισχνός» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. σκληρός) και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το ελαφρός (βλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 26συσκέλλω — Α ξηραίνω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σκέλλω «ξηραίνω, στεγνώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 27προσκέλλειν — πρό σκέλλω dry up pres inf act (attic epic) πρόσ κέλλω drive on pres inf act (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 28(s)kel-3 —     (s)kel 3     English meaning: to dry out     Deutsche Übersetzung: “austrocknen, dörren”     Material: Gk. σκέλλω “trockne from, desiccate “ (trans., Fut. σκελῶ, Aor. ἔσκηλα; intr. Aor. ἔσκλην, perf. ἔσκληκα), σκελετός “ausgetrocknet”, m.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary