σκάλα

  • 111αναβαθμίδα — η (Α ἀναβαθμίς) σκαλί, σκαλοπάτι νεοελλ. 1. μικρή φορητή σκάλα 2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βαθμίς] …

    Dictionary of Greek

  • 112αναβασμός — ἀναβασμός, ο (Α) 1. κινητή σκάλα 2. πρόοδος στη μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βασμὸς < βαίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 113αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] …

    Dictionary of Greek

  • 114αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… …

    Dictionary of Greek

  • 115ανεμόσκαλα — η σκοινένια σκάλα με σκαλοπάτια από σκοινί ή ξύλο …

    Dictionary of Greek

  • 116απόβαθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… …

    Dictionary of Greek

  • 117ασκάλωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκάλα («έμεινε το σπίτι ασκάλωτο») 2. εκείνος που δεν έχει σκαλώσει κάπου, που δεν έχει αντιμετωπίσει μπλεξίματα ή δυσκολίες …

    Dictionary of Greek

  • 118βαρδαζέντα — και βαρδατζέντα, η σκοινί στη σκάλα ή άλλο σημείο του πλοίου για να πιάνεται κανείς και να διευκολύνεται στην άνοδο ή την κάθοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) varda gente] …

    Dictionary of Greek

  • 119γκλαβανή — και κλαβανή και κλιβανή, η 1. οπαίο τής στέγης που κλείνει με κινητή πλάκα ή σανίδα και χρησιμεύει για φωτισμό, αερισμό ή έξοδο στο δώμα 2. καταπακτή τού ισόγειου πατώματος που βρίσκεται πάνω από σκάλα και χρησιμεύει για την κάθοδο στο υπόγειο.… …

    Dictionary of Greek

  • 120γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …

    Dictionary of Greek