σκάλα

  • 101Escala — (Del lat. scala.) ► sustantivo femenino 1 Escalera de mano portátil que se usa para subir a un sitio elevado. 2 Serie graduada u ordenada de cosas según cierto criterio: ■ me mostraron la escala de colores del nuevo producto. SINÓNIMO gradación 3 …

    Enciclopedia Universal

  • 102SCALAE Ferreae — apud Mauritium Στρατηγικ l. 1. ἔχειν δὲ καὶ εἰς τὰς σέλλας σκάλας σιδηρᾶς δύο: e sella equestri pensiles, sunt quos Hieronym. stapedes, Eustathius in Odyss. Α᾿ναβολεῖς vocat, qui et ferreas fuisse docet, cum τὸ σιδήριον exponit. Cum enim, ante… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 103STAPES et STAPIA — STAPES, et STAPIA vox recens, a stando et pes, Graece Ἀναβολἐυς, Item Ἐγκεντρὶς; Lipsius subicem pedaneum vocat: Recens inventum est, uti discimus ex Polydoro Virgilio de Rer. Inventoribus l. 3. c. 18. Est et illud novum inventum, in quo uterque… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 104STRATOR — quis dictus sit olim, docet Suidas, qui quum dixisset eos qui Latinis Stratores vocantur, quia equum sternerent; Graecis, quia ab iisdem, quum equum ascenderent, in eum sublevarentur, Α᾿ναβολεῖς nuncupari: subiungit, Α᾿ναβολἐυς δὲ καὶ ἡ παρὰ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 105-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …

    Dictionary of Greek

  • 106Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 107Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 108άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 109ανάβαθρο — το (Α ἀνάβαθρον) νεοελλ. χτιστή σκάλα μπροστά στην είσοδο κτηρίου, που αποτελείται από λίγα σκαλοπάτια και οδηγεί σε πλατύσκαλο αρχ. ψηλό κάθισμα ή θρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βάθρον < βαίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 110ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… …

    Dictionary of Greek