σκάλα

  • 11Σκάλα Μαριών — Παράλιος οικισμός (413 κάτ., οψόμ. 10 μ. μ.), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μαριών …

    Dictionary of Greek

  • 12Σκάλα Μιστεγνών — Παράλιος οικισμός (91 κάτ., υψόμ. 10 μ. μ.), στην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μιστεγνών …

    Dictionary of Greek

  • 13Σκάλα Νέων Κυδωνιών — Παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Κυδωνιών …

    Dictionary of Greek

  • 14Σκάλα Ραχωνίου — Μικρός παράλιος οικισμός (118 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ραχωνίου …

    Dictionary of Greek

  • 15Σκάλα Συκαμινέας — Παράλιος οικισμός (153 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Συκαμινέας …

    Dictionary of Greek

  • 16Σκάλα Σωτήρος — Παράλιος οικισμός (338 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σωτήρος …

    Dictionary of Greek

  • 17Σκάλα Φούρκας — Παράλιος οικισμός (185 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Χαλκιδικής του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φούρκας …

    Dictionary of Greek

  • 18κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… …

    Dictionary of Greek

  • 19Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… …

    Dictionary of Greek

  • 20Κάμειρος Σκάλα — Οικισμός (64 κάτ.) της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αταβύρου του νομού Δωδεκανήσου …

    Dictionary of Greek