σιάλωμα
1σιάλωμα — ornamental shield rim neut nom/voc/acc sg …
2σιάλωμα — ώματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) το περιφερειακό διακοσμητικό τμήμα τής ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιγάλωμα με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] …
3σιαλώματα — σιάλωμα ornamental shield rim neut nom/voc/acc pl …
4σιαλώματι — σιάλωμα ornamental shield rim neut dat sg …