σιώπησα
1σιωπώ — σιώπησα, δε μιλάω, σωπαίνω: Παλαιότερα θεωρούνταν αρετή για ένα νέο να σιωπά όταν μιλούσαν οι μεγαλύτεροί του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2σιωπησάσης — σιωπησά̱σης , σιωπάω keep silence aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …
3σιωπήσας — σιωπήσᾱς , σιωπάω keep silence aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
4σιωπήσασα — σιωπήσᾱσα , σιωπάω keep silence aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5σιωπήσασαι — σιωπήσᾱσαι , σιωπάω keep silence aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …
6σιωπήσασαν — σιωπήσᾱσαν , σιωπάω keep silence aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …
7σιωπήσασιν — σιωπήσᾱσιν , σιωπάω keep silence aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …
8σιωπώ — σιωπώ, σιώπησα βλ. πίν. 60 …