-
1 σιωπηλός
[сьепилос] εκ. молчаливый, безмолвный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιωπηλός
-
2 молчаливый
-
3 бессловесный
бессловесн||ыйприл1. ἄφωνος, ἀλαλος, ἄγλωσσος;2. перен σιωπηλός, Αμίλητος:\бессловесныйое существо́ ἀμίλητος (или σιωπηλός) ἄνθρωπος; ◊ \бессловесныйая роль ὁ βουβός ρόλος. -
4 промолчать
промолча́||тьсов1. (не ответить) δέν ἀπαντώ:она \промолчатьла в ответ ἀπάντησε μέ σιωπή·2. (какое-л. время) μένω σιωπηλός, σιωπώ, τηρώ σιωπή[ν]:\промолчать весь вечер μένω σιωπηλός ὅλη τήν βραδιά. -
5 безгласный
безгласныйприл уст.1. (молчаливый) σιωπηλός, σιωπηρός;2. перен ἀφωνος, ἀλαλος, βουβός. -
6 безмолвный
безмолв||ныйприл σιωπηρός, σιωπηλός, ἀμίλητος:\безмолвныйное согласие ἡ σιωπηρή συγκατάθεση, ἡ σιωπηρά συναίνεσις. -
7 бесшумный
бесшумныйприл ἀθόρυβος, σιωπηλός. -
8 молчаливый
молчали́в||ыйприл σιωπηλός / ἀμίλητος (неразговорчивый). -
9 неразговорчивый
неразговорчивыйприл σιωπηλός, ὀλιγόλογος. -
10 молчаливый
[μαλτσαλίβυΐ] εκ. σιωπηλός -
11 неразговорчивый
[νιραζγκαβόρτσιβυϊ] εκ. σιωπηλός -
12 молчаливый
[μαλτσαλίβυϊ] επ σιωπηλός -
13 неразговорчивый
[νιραζγκαβόρτσιβυϊ] επ σιωπηλός -
14 безгласный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно;1. άφωνος, βουβός, άλαλος.2. παλ. σιωπηλός (μη εκφράζων τη γνώμη του).3. απρόφερτος•буквы ъ и ь называются -ми τα γράμματα «Ъ» και «Ь» λέγονται άφωνα.
-
15 бессловесный
επ. βρ: -сен, -сна, -сно1. άλαλος, άφωνος, βωβός, άναυδος.2. αμίλητος, σιωπηλός (που δεν έχει, το θάρρος της γνώμης του). -
16 молчаливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. σιγηλός, σιωπηλός, -ρός• ολιγόλογος αμίλητος•-ое соглашение σιωπηρή συναίνεση.
2. μτφ. βουβός.εκφρ.- ые слёзы – δάκρυα χωρι% λυγμούς, κρυφά δάκρυα. -
17 молчальник
-а α.-ца, -не.1. παλ. μοναχός• ερημίτης, -ισσα, ασκητής, ησυχαστής.2. ολιγόλογος, σιωπηλός, λιγομίλητος. -
18 молчун
-а α.-нья, -и θ.σιωπηλός, -η, λιγομίλητος, -η, άφωνος, -η. -
19 неразговорчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о о-λιγόλογος, ακριβόλογος, ακριβομίλητος, σιγαλός, σιωπηλός. -
20 несловоохотливый
επ., βρ: -лив, -а, -оαμίλητος, ολιγομίλητος, σιωπηλός, ακριβομίλητος.
См. также в других словарях:
σιωπηλός — silent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλός — ή, ό / σιωπηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός 2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος νεοελλ. φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη» βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία τού γονιδίου και δεν … Dictionary of Greek
σιωπηλός — ή, ό επίρρ. ά αμίλητος: Παρέμεινε σιωπηλός ώρα πολλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιωπηλότερον — σιωπηλός silent adverbial comp σιωπηλός silent masc acc comp sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλῶν — σιωπηλός silent fem gen pl σιωπηλός silent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλότατον — σιωπηλός silent masc acc superl sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηρόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg σιωπηρός masc acc sg σιωπηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλοῖς — σιωπηλός silent masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλοί — σιωπηλός silent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλοῦ — σιωπηλός silent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)