Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σιωπηλός

См. также в других словарях:

  • σιωπηλός — silent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλός — ή, ό / σιωπηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός 2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος νεοελλ. φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη» βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία τού γονιδίου και δεν …   Dictionary of Greek

  • σιωπηλός — ή, ό επίρρ. ά αμίλητος: Παρέμεινε σιωπηλός ώρα πολλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιωπηλότερον — σιωπηλός silent adverbial comp σιωπηλός silent masc acc comp sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλῶν — σιωπηλός silent fem gen pl σιωπηλός silent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλότατον — σιωπηλός silent masc acc superl sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηρόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg σιωπηρός masc acc sg σιωπηρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλοῖς — σιωπηλός silent masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλοί — σιωπηλός silent masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηλοῦ — σιωπηλός silent masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»