σιττάκη

  • 1σιττάκη — ἡ, Α βλ. ψιττάκη …

    Dictionary of Greek

  • 2ψιττάκη — και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α ψιττακός, παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή τού πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το… …

    Dictionary of Greek

  • 3Sittace — or Sittake or Sittakê (Greek: polytonic|Σιττάκη, Ptol. vi. 1. § 6; Akkadian Sattagū [Kessler, K. 2002, Sittake, Sittakene, Sattagū in Altorientalische Forschungen 29, 238 248] ), was an ancient city, the capital of ancient Sittacene, in Assyria,… …

    Wikipedia