σιτοποιός

  • 1σιτοποιός — όν, Α 1. αυτός που φτειάχνει αλεύρι, ψωμί ή άλλες τροφές 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σιτοποιός ο μυλωνάς 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σιτοποιός η γυναίκα που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 2σιτοποιός — σῑτοποιός , σιτοποιός of grinding and baking masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 4σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …

    Dictionary of Greek

  • 5σιτοποίητρα — και σιτοπόητρα, τὰ, Α τα ψηστικά, η αμοιβή τού αρτοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτοποιός «αρτοποιός» + επίθημα τρον, που απαντά συνήθως σε λ. οι οποίες δηλώνουν αμοιβή (πρβλ. στον πληθ. δίδακ τρα, λύτρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 6σιτοποιΐα — ἡ, ΜΑ [σιτοποιός] η παρασκευή ψωμιού, η αρτοποιία …

    Dictionary of Greek

  • 7σιτοποιΐκός — ή, όν, Α [σιτοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιτοποιία, στην αρτοποιία …

    Dictionary of Greek

  • 8σιτοποιείον — και σιτοποεῑον και σιτοπόειον, τὸ, Α [σιτοποιός] ο χώρος ή το εργαστήριο όπου άλεθαν το σιτάρι …

    Dictionary of Greek

  • 9σιτοποιώ — έω, Α [σιτοποιός] 1. φτειάχνω ψωμί, ζυμώνω και ψήνω ψωμί 2. παρέχω τρόφιμα σε κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 10σιτοπόνος — ὁ, ἡ, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πονος (< πόνος «κόπος, εργασία»), πρβλ. γεω πόνος] …

    Dictionary of Greek