σινίον
1σινίον — neut nom/voc/acc sg …
2σίνιον — sieve neut nom/voc/acc sg …
3σινίον — και σεννίον, τὸ, ΜΑ το κόσκινο, η κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η σύνδεση τού τ. με το ρ. σήθω «κοσκινίζω»] …
4σινίου — σίνιον sieve neut gen sg σινίον neut gen sg …
5σινίῳ — σίνιον sieve neut dat sg σινίον neut dat sg …
6QUADRATUS — I. QUADRATUS Apostolorum discipnlus. Praesul Atheniensis, post Publium. Adriano. Christianos persequenti, apologiam obtulit, addiditque orationem tam insignem, ut Imperatoris animum ad mitiora in flecteret. Hieron. de Scripterib. Baron. A. C. 125 …
7σείνιοι — οἱ, Α φρ. «σείνιοι τόποι» τόποι κατάλληλοι για το κοσκίνισμα τών σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σινίον* / σεινίον «κόσκινο»] …
8σεννίον — τὸ, Α πιθ. βλ. σινίον …
9σινί — το, Ν στρογγυλός μεγάλος χάλκινος ή σιδερένιος δίσκος που χρησιμοποιείται ως ταψί για ψήσιμο ή ως δίσκος για σερβίρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινίον «κόσκινο» (πρβλ. και τουρκ. sini)] …
10σινιάζω — ΜΑ [σινίον] 1. κοσκινίζω, κρησαρίζω 2. συνταράσσω, αναστατώνω μσν. ταρακουνώ, κακομεταχειρίζομαι …
- 1
- 2