σιλλός
1Σίλλος — squint eyed masc nom sg …
2σίλλος — squint eyed masc nom sg …
3σίλλος — ὁ, ΜΑ σκωπτικό ποίημα, σάτιρα ή λίβελλος σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ. β. «σίλλοι ἔμμετρον σκῶμμα», Ησύχ.) αρχ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σίλλος αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τής… …
4σιλλογράφοι — σίλλος squint eyed masc nom/voc pl …
5σιλλογράφον — σίλλος squint eyed masc acc sg …
6σιλλογράφος — σίλλος squint eyed masc nom sg …
7Σίλλοι — Σίλλος squint eyed masc nom/voc pl …
8σίλλοι — σίλλος squint eyed masc nom/voc pl …
9Σίλλοις — Σίλλος squint eyed masc dat pl …
10σίλλοις — σίλλος squint eyed masc dat pl …
Страницы