σικυώνιον

  • 1Σικυώνιον — Σικυών cucumber bed masc acc sg Σικυών cucumber bed neut nom/voc/acc sg Σικυώνιος cucumber bed masc acc sg Σικυώνιος cucumber bed neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Σικυώνιος — α, ο / Σικυώνιος, ία, ον, ΝΑ [Σικυών, ῶνος] 1. ο κάτοικος τής Σικυώνας 2. (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που κατάγεται από τη Σικυώνα ή αυτός που προέρχεται από τη Σικυώνα (α. «μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Σικυωνίων πρέσβεων», Θουκ. β. «Σικυώνιον… …

    Dictionary of Greek

  • 3εύπομπος — (4ος αι. π.Χ.). Ζωγράφος από τη Σικυώνα. Είχε τόση επιρροή ώστε ίδρυσε δική του σχολή, το Σικυώνιον εργαστήριον. Μαθητής του ήταν ο Πάμφιλος ο Μακεδών, ο οποίος είχε μαθητή τον Απελλή. Από τα έργα του Ε. αναφέρεται μόνο μία τοιχογραφία στη Ρώμη.… …

    Dictionary of Greek

  • 4σικυώνιος — ία, ον, Α [σίκυος] αυτός που προέρχεται από τον σίκυο, από το αγγούρι («σικυώνιον ἔλαιον», Αέτ.) …

    Dictionary of Greek