σιδηρόδετος
1σιδηρόδετος — iron bound masc/fem nom sg …
2σιδηρόδετος — η, ο / σιδηρόδετος, ον, ΝΜΑ σιδερόδετος μσν. σιδηροδέσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δετος (< δέω (II) «δένω»), πρβλ. χαλκό δετος] …
3σιδηρόδετος — η, ο ενισχυμένος με σίδηρο: Όλες οι μεγάλες οικοδομές είναι σιδηρόδετες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σιδηρόδετον — σιδηρόδετος iron bound masc/fem acc sg σιδηρόδετος iron bound neut nom/voc/acc sg …
5σιδηροδέτοις — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut dat pl …
6σιδηροδέτοισι — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7σιδηροδέτου — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut gen sg …
8σιδηροδέτους — σιδηρόδετος iron bound masc/fem acc pl …
9σιδηροδέτων — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut gen pl …
10σιδηροδέτῳ — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut dat sg …
- 1
- 2