-
1 σιδηρόδρομος
[сидиродромос] ουσ. а. железная дорога,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιδηρόδρομος
-
2 дорога
ο δρόμος, η οδόςканатная - εναέριος σιδηρόδρομος, разг. το τελεφερίκ (ξεν.)магистральная - η βασική/κεντρική οδός/αρτηρίαобъездная - η παράκαμψη, παρακαμπτήριος -подвесная канатная - с кольцевым движением ο εναέριος σιδηρόδρομος με συνεχόμενη (κυκλική) κυκλοφορίαскоростная - ταχείας κυκλοφορίας, η εθνική οδόςшоссейная - ο αμαξόδρομος, κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорога
-
3 метрополитен
ο μητροπολιτικός σιδηρόδρομοςо υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, разг. το μετρόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > метрополитен
-
4 железный
-
5 метро
метро с, метрополитен м о υπόγειος σιδηρόδρομος, το μετρό* * *с = метрополитенο υπόγειος σιδηρόδρομος, το μετρό -
6 транспорт
транспорт Iм1. (перевозка) ἡ μεταφορά, ἡ μετακόμιση [-ις]:\транспорт хлеба ἡ μεταφορά σίτου·2. (средства перевозки) τά μέσα μεταφορδς, ἡ συγκοινωνία:водный \транспорт ἡ θαλάσσια συγκοινωνία· воздушный \транспорт ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· городской \транспорт ἡ ἀστική συγκοινωνία, τά ἀστικά μεταφορικά μέσα· подземный \транспорт ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος· железнодорожный \транспорт ὁ σιδηρόδρομος·3. (партия грузов) τό φορτίο·4. воен. ἡ ἐφοδιοπο-μπή, τά μεταγωγικά:санитарный \транспорт τά ὑγειονομικά μεταγωγικά·5. мор. (судно) τό φορτηγό πλοίο.транспорт IIм бухг. ἡ μεταφορά (ποσοῦ ἡ ἀθροίσματος). -
7 монорельс
1. (один рельс) η μονή ράγα, η μονή τροχιά 2. (монорельсовая дорога) о σιδηρόδρομος μονής τροχιάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монорельс
-
8 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
-
9 транспорт
1. (средства перевозки) τα μεταφορικά μέσαη συγκοινωνίατα μέσα μεταφοράςводный - οι θαλάσσιες μεταφορές, η θαλάσσια συγκοινωνίαвоздушный - οι εναέριες μεταφορές, η αεροπορική συγκοινωνία2. хим. η μεταφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транспорт
-
10 дорога
дорог||аж1. ὁ δρόμος:проселочная \дорога ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная \дорога ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная \дорога ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая \дорога ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная \дорога ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная \дорога ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная \дорога а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с \дорогаи прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:дальняя \дорога ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в \дорогау ξεκινώ γιά ταξίδι·3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση [-ις], ἡ δίοδος, τό πέρασμα:дайте мне \дорогау! κάντε μου δρόμο!· уступить \дорогау кому́-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная \дорога ὁ σιδηρόδρομος· идти своей \дорогаой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по \дорогае (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по \дорогае οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе́ \дорогау ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине \дорогаи στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому́-л. поперек \дорогаи γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему́ и \дорога! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью \дорогаΙ νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη. -
11 железный
железн||ыйприл·1. прям., перен σιδερένιος, σιδηρούς:\железныйая руда́ τό σι-δηρομετάλλευμα, τό μέταλλον σιδήρου· \железный рудник τό σιδηρωρυχεῖο· \железный лом τά σιδερικά· \железныйая воля ἡ σιδερένια θέληση· \железныйое здоровье ἡ σιδερένια ὑγεία· \железныйая дисциплина ἡ σιδερένια πειθαρχία·2. хим.:\железный купорос τό πράσινο βιτριό-λι[ον]· \железный колчедан ὁ πυρίτης· ◊ \железныйая дорога ὁ σιδηρόδρομος· \железный век ист. ὁ σιδηρούς αίώνας, ὁ σιδηρούς αίών. -
12 канатный
канат||ныйприл ἀπό χοντρό σχοινί, ἀπό παλαμάρι:\канатныйная фабрика τό σχοινάδικο, τό σχοινοπλοκείο· (подвесная) \канатныйная дорога ὁ ἐναέριος σιδηρόδρομος. -
13 колея
коле||яж1. ἡ ροδιά12. ж.-д. ἡ σιδηροτροχιά:двойная \колея ὁ σιδηρόδρομος μέ διπλή σιδηροτροχιά· ◊ войти в \колеяю συνειθίζω, στρώνω (άμετ.)· выйти из \колеяй разг ξεστρατίζω, χάνω τόν προσανατολισμό μου. -
14 метро
метро́с нескл. τό μετρό, ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος. -
15 наземный
наземн||ыйприл ἐπίγειος:\наземныйая железная дорога ὁ σιδηρόδρομος· \наземныйые части τά τμήματα τής ξηράς. -
16 подвесной
подвесн||ойприл κρεμαστός, αίωρη-τός, ἀνηρτημένος:\подвеснойая железная дорога ὁ ἐναέριος σιδηρόδρομος· \подвесной мост ἡ κρεμαστή γέφυρα -
17 подземный
подземн||ыйприл ὑπόγειος:\подземныйая железная дорога ὁ ὑπόγειος σιδηρόδρομος· \подземныйые воды τά ὑπόγεια ὕδατα· \подземный ход τό ὑπόγειο πέρασμα. -
18 фуникулер
фуникулерм ὁ κρεμαστός (или ὁ σχοινοκίνητος) σιδηρόδρομος. -
19 электричка
электричкаж разг ὁ ἡλεκτρικός (σιδηρόδρομος). -
20 фуникулер
[φουνικουλιόρ] ουσ. α κρεμαστός σιδηρόδρομος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — ο 1. σιδηροδρομική γραμμή. 2. τρένο: Οι ατμοκίνητοι σιδηρόδρομοι έχουν πια αντικατασταθεί από ντιζελοκίνητους και ηλεκτροκίνητους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος — Η μεγαλύτερη σιδηροδρομική αρτηρία του κόσμου (9.337 χλμ.) που συνδέει τη Μόσχα με το Βλαδιβοστόκ, το μεγαλύτερο ρώσικο λιμάνι στον Ειρηνικό, διασχίζοντας τη Σιβηρία. Kάνοντας χρήση του ηλεκτρισμού στο μεγαλύτερο τμήμα του, ο Υ. αρθρώνεται αρχικά … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Bahnstrecke Diakopto–Kalavryta — Diakopto – Kalavryta Streckenlänge: 22,3 km Spurweite: 750 mm (Schmalspur) Maximale Neigung: 140 ‰ Zahnstangensystem: Abt Legende … Deutsch Wikipedia
μετρό — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μητροπολιτικός — ή, ό (ΑΜ μητροπολιτικός, ή, όν) [μητρόπολη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητρόπολη νεοελλ. φρ. α) «μητροπολιτική περιοχή» μεγάλη πόλη, μαζί με τα προάστια, τις πόλεις δορυφόρους και τις περιοχές στις οποίες αυτή ασκεί καθοριστική οικονομική… … Dictionary of Greek
οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… … Dictionary of Greek
υπερσιβηρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που διασχίζει τη Σιβηρία 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπερσιβηρικός ο υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος 3. φρ. «υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος» μεγάλη σιδηροδρομική γραμμή στην πρώην Σοβιετική Ένωση, η οποία συνδέει την Ευρωπαϊκή Ρωσία με τις ακτές … Dictionary of Greek
φενικουλαίρ — το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) οδοντωτός σιδηρόδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. funiculaire «οδοντωτός σιδηρόδρομος»] … Dictionary of Greek
Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… … Dictionary of Greek