σιδηρο-βόλος

  • 1σιδηροβόλιον — τὸ, Α η άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βόλιον (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ἀγκυρο βόλιον] …

    Dictionary of Greek

  • 2τριβόλιν — τὸ, Μ παιχνίδι κατά το οποίο ρίχνονταν τα ζάρια τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βόλι(ο)ν (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. σιδηρο βόλιον] …

    Dictionary of Greek

  • 3μαζοβόλιο — μαζοβόλιον, τὸ (Α) το μαζονόμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. θυρη βόλιον, σιδηρο βόλιον] …

    Dictionary of Greek