σιγαλφοί

  • 1σιγαλφοί — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἄφωνοι καὶ οἱ ἄγριοι τέττιγες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. άγνωστης ετυμολ., για τον οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες παρετυμολ. Κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. σιγή (πρβλ. σίγιον). Ωστόσο, θεωρείται μάλλον αμφίβολη η… …

    Dictionary of Greek

  • 2σίγιον — τὸ, ΜΑ είδος τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σιγή (πρβλ. και σιγαλφοί*)] …

    Dictionary of Greek