σιαίνω

  • 1σιαίνω — ΜΑ μσν. ενοχλώ κάποιον αρχ. προκαλώ αηδία ή βδελυγμία σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» κατά το ρ. σικχαίνω «σιχαίνομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 2σιαντός — ή, όν, Α [σιαίνω] βδελυρός, μιαρός …

    Dictionary of Greek