σητάνειος
1σητάνειος — of this year masc/fem nom sg …
2σητάνειος — και σητάνιος και σατάνιος, ον, Α βλ. τητάνιος …
3σητάνειον — σητάνειος of this year masc/fem acc sg σητάνειος of this year neut nom/voc/acc sg …
4σητανείους — σητάνειος of this year masc/fem acc pl …
5σητάνειοι — σητάνειος of this year masc/fem nom/voc pl …
6σητάνιος — ον, Α βλ. σητάνειος …
7σιτανίας — ὁ, Α 1. είδος δημητριακού 2. πιθ. διάφορη γραφή τού σητάνειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα ανίας (πρβλ. ὑφ ανίας)] …
8τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… …