σησάμου
1Σησάμου — Σήσαμος masc gen sg …
2σησάμου — σήσαμον seed neut gen sg σήσαμος masc gen sg …
3σήσαμο — το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α το σουσάμι μσν. αρχ. ο σπόρος ή ο καρπός τού σησάμου, τής σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.) αρχ. 1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου»,… …
4БРАК — • Matrimonium. I. У греков (γάμος). 1. Цель Б. у греков была иметь законное потомство и удовлетворить таким образом тройной обязанности: относительно богов, которым должны были быть оставлены слуги (Plat. legg. 6, p. 773, Ε),… …
5εξόζω — ἐξόζω (AM) (με γεν.) έχω τη μυρωδιά κάποιου (α. «πυρούμενον δὲ ἐξόζει σησάμου», Θεόφρ. β. «εἴ τι που ἐξοζέσει κακίας», Ευστ.) αρχ. 1. μυρίζω, βγάζω μυρωδιά 2. (με γεν.) μυρίζω περισσότερο από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όζω «μυρίζω] …
6σίλβη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πλακοῡς ἐκ κριθῆς, σησάμου καὶ σπόρου μήκωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί στο χεττιτ. šiluha «είδος γλυκίσματος»] …
7τιλμός — ὁ, Α [τίλλω] 1. βίαιη απόσπαση τών τριχών, μάδημα 2. εκρίζωση, ξερίζωμα («τιλμὸς καλάμου», πάπ.) 3. εξαγωγή τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.) 4. φρ. «τιλμὸς ὀσπρίων» αποφλοίωση οσπρίων …
8Άμαστρις — I Αρχαία πόλη στα παράλια της Παφλαγονίας. Την ίδρυσε γύρω στα 300 π.Χ. η Άμαστρις (βλ. λ.) με συνοικισμό των κατοίκων των γειτονικών πόλεων του Σησάμου, του Κυτώρου, της Κρώμνης και του Τιείου. Γρήγορα η Ά. έγινε κέντρο του εμπορίου της περιοχής …