Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σημειώσεις

  • 1 маргиналии

    мн. οι σημειώσεις/τα σχόλια περιθωρίου, οι (υπο)σημειώσεις (πλ.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маргиналии

  • 2 заметка

    заметка ж 1) το σημείω μα, η σημείωση делать \заметкаи κρατώ σημειώσεις 2) (газет ноя ) το άρθρο
    * * *
    ж
    1) το σημείωμα, η σημείωση

    де́лать заме́тки — κρατώ σημειώσεις

    2) ( газетная) το άρθρο

    Русско-греческий словарь > заметка

  • 3 записка

    записка ж 1) το σημείωμα 2) мн : \запискаи οι σημειώσεις τα απομνημονεύματα (воспоминания)
    * * *
    ж
    1) το σημείωμα
    2) мн.

    запи́ски — οι σημειώσεις; τα απομνημονεύματα ( воспоминания)

    Русско-греческий словарь > записка

  • 4 записка

    запис||ка
    ж
    1. τό σημείωμα, τό γραμ-ματάκι/ τό ὑπόμνημα (служебная)/ ἡ σημείωση (для памяти)! τό ραβασάκι (любовная):
    объяснительная \записка τό ἐπεξη-γηματικιό σημείωμα· 2.\запискаки мн. ὁΙ σημειώσεις / τά ἀπομνημονεύματα (воспоминания):
    путевые \запискаки οἱ ταξιδειωτικές σημειώσεις· 3.\запискаки мн. (название научных журналов) τά πρακτικά.

    Русско-новогреческий словарь > записка

  • 5 примечания

    мн. о υπομνηματισμός, τα σχόλια, τα υπομνήματα, οι σημειώσεις, οι παραπομπές
    подстрочные - οι υποσημειώσεις (στο κείμενο).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > примечания

  • 6 добавление

    добав||ление
    с
    1. (действие) ἡ πρόσθεση [-ις], ἡ προσθήκη·
    2. (то, что добавляется) τό συμπλήρωμα, τό παράρτημα / ἡ προσθήκη (приложение):
    в \добавлениеление к сказанному συμπληρωματικά σ' αὐτά πού ἐλέχθησαν примечания и \добавлениеления σημειώσεις καί προσθήκες.

    Русско-новогреческий словарь > добавление

  • 7 отметка

    отметк||а
    ж
    1. τό σημάδι, τό μαρκάρισμα:
    \отметкаи на полях книги οἱ σημειώσεις στό περιθώριο βιβλίου·
    2. (школьная) ὁ βαθμός, ἡ βαθμολογία:
    отличная \отметка ὁ βαθμός ἀριστα, τό ἄριστα.

    Русско-новогреческий словарь > отметка

  • 8 полв

    пол||в
    с
    1. (земля) τό χωράφι, ὁ ἀγρός:
    залежное \полв τό χέρσο χωράφι· пахотное \полв τό καλλιεργήσιμο χωράφι· хлопковые \полвя οἱ βαμβακοφυτείες·
    2. (участок) τό πεδίο[ν], τό γήπεδο[ν]:
    \полв боя τό πεδίο τής μάχης· футбольное \полв γήπεδο ποδοσφαίρου, τό ποδοσφαιρικό γήπεδο· летное \полв τό πεδίον ἀεροπορικών πτήσεων минное \полв τό ναρκοπέδιον
    3. (фон) τό φόντο·
    4. (книги, тетради и т. п.) τό περιθώριο[ν]:
    заметки на \полвях οἱ σημειώσεις στό περιθώριο σελίδας· 5.:
    \полвя мн. (шляпы) ὁ γῦρος, τό μπορ·
    6. физ. τό πεδίον:
    электромагнитное \полв τό ήλεκ-τρομαγνητικόν πεδίον ◊ \полв деятельности τό πεδίο δράσεως, ἡ σφαίρα δράσης· \полв зрения τό ὁπτικό πεδίο· одного́ \полвя ягода презр. ἀνθρωποι τοῦ Ιδίου φυράματος, ἀνθρωποι τής ίδιας πάστας.

    Русско-новогреческий словарь > полв

  • 9 чериовой

    чериов||ой
    прил в разн. знач. πρόχειρος:
    \чериовойо́й набросок τό προσχεδίασμα, τό προσχέδιο[ν]· \чериовойые заметки οἱ πρόχειρες σημειώσεις· \чериовойая тетрадь τό πρόχειρο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > чериовой

  • 10 вести

    веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.
    1. μ. οδηγώ, προσάγω•

    вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.

    || βαδίζω επικεφαλής•

    вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.

    || οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)
    2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•

    вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.

    3. κατευθύνω•

    все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

    4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•

    он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•

    они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.

    5. φέρω, άγω• καταλήγω•

    куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;

    μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•

    алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.

    6. απρόσ. σκεβρώνω•

    доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.

    7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•

    вести протокол κρατώ πρακτικό•

    вести дневник κρατώ ημερολόγιο•

    вести записи κρατώ σημειώσεις•

    вести огонь ανάβω φωτιά•

    вести знакомство πιάνω γνωριμία•

    вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•

    вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•

    вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•

    вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).

    εκφρ.
    вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν
    1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•

    -утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.

    2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•

    корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.

    3. απρόσ. υνηθίζεται•

    так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.

    4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•

    хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.

    Большой русско-греческий словарь > вести

  • 11 записка

    θ.
    1. σημείωμα, γραμματάκι•

    памятная записка μνημονικό σημείωμα•

    служебная υπηρεσιακό σημείωμα•

    любовная записка ερωτική επιστολή, ραβασάκι.

    2. σημείωση•

    объяснительная записка επεξηγηματική σημείωση•

    докладная υπόμνημα.

    3. πλθ. -и παρατηρήσεις, αναμνήσεις•

    путевые -и ταξιδιωτικές σημειώσεις.

    (φιλγ.) ημερολόγιο, αναμνήσεις.
    4. πλθ. απομνημονεύματα.

    Большой русско-греческий словарь > записка

  • 12 записной

    1. επ. των σημειώσεων, για σημειώσεις•

    -ая книжка σημειωματάριο•

    -ая тетрадь τετράδιο σημειώσεων.

    2. επ. ένθερμος, ζηλωτής, μανιώδης.

    Большой русско-греческий словарь > записной

  • 13 измарать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измаранный, βρ: -ран, -а, -о (απλ.) καταλερώνω, καταρρυπαίνω, κατασπιλώνω. || μουτζουρώνω, γεμίζω με σημειώσεις, διορθώσεις κλ.π.
    καταλερώνομαι, μουτζουρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > измарать

  • 14 подённый

    επ.
    1. ημερήσιος, καθημερινός•

    подённый ые записи καθημερινές εγγραφές ή σημειώσεις.

    || με τη μέρα•

    -ая плата ημερομίσθιο•

    -ая работа, подённый труд μεροκάματο, ημερομίσθια εργασία.

    || ουσ. θ. -ая μεροδούλι, μεροκάματο.
    2. ουσ. α. μεροκαματιάρης, ημερομίσθιος εργάτης.

    Большой русско-греческий словарь > подённый

  • 15 помета

    θ.
    σημείωση•

    книга с -ами на полях βιβλίο με σημειώσεις στα περιθώρια.

    грамматическая помета γραμματικό σημάδι (ένδειξη)•

    стилистическая помета στυλιστικό σημάδι (ένδειξη)•

    Большой русско-греческий словарь > помета

  • 16 путевой

    επ.
    1. της σιδηροδρομικής γραμμής•

    путевой обходчик κινητός φύλακας σιδηροδρομικής γραμμής.

    2. οδοιπορικός, ταξιδιωτικός•

    -ые записи, впечатления ταξιδιωτικές σημειώσεις, εντυπώσεις•

    -ые расходы (издержки) οδοιπορικά έξοδα.

    Большой русско-греческий словарь > путевой

См. также в других словарях:

  • σημειώσεις — σημείωσις indication fem nom/voc pl (attic epic) σημείωσις indication fem nom/acc pl (attic) σημειόω mark aor subj act 2nd sg (epic) σημειόω mark fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλθηκα — Σημειώσεις: βάλθηκα : δεν αποτελεί παθητικό τύπο του βάζω, αλλά έχει τελείως ξεχωριστή έννοια → αρχίζω να κάνω κάτι (π.χ. βάλθηκε να τρέχει). Δε λέμε λοιπόν: αυτό βάλθηκε σωστά, αλλά αυτό μπήκε (τοποθετήθηκε κτλ.) σωστά …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …   Dictionary of Greek

  • Panagiotis Moullas — (griechisch Παναγιώτης Μουλλάς, auch in der Transkription Panagiōtēs Mullas; * 1935 in Kilkis; † 11. September 2010) war ein griechischer Literaturwissenschaftler und Neogräzist sowie Professor für Byzantinistik und Neogräzistik an der… …   Deutsch Wikipedia

  • Stylianos Alexiou — Stylianos Eleftheriou Alexiou (griechisch Στυλιανός Ελευθερίου Αλεξίου, * 1921 in Iraklio, Kreta) ist ein griechischer Klassischer Archäologe, Neogräzist und Byzantinist. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Forschungsschwerpunkte …   Deutsch Wikipedia

  • πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς …   Dictionary of Greek

  • σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • υπομνηματίζω — ὑπομνηματίζω, ΝΑ [ὑπόμνημα, ατος] συντάσσω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζω αρχ. (κυρίως μέσ. και παθ.) ὑπομνηματίζομαι α) συγγράφω απομνημονεύματα («τὰ δ ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι… …   Dictionary of Greek

  • υπομνηματικός — ή, ό / ὑπομνηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»