σημαιο-φόρος

  • 1ζωφόρος — (I) ο βλ. ζωοφόρος (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, σημαιο φόρος]. (II) η βλ. ζωοφόρος (ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)] …

    Dictionary of Greek

  • 2θυρσοφόρος — θυρσοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο φόρος, τροπαιο φόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 3ιοφόρος — ἰοφόρος ον (Α) αυτός που έχει δηλητήριο, δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιός (ΙΙΙ) + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, σημαιο φόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 4σαρκοφόρος — ον, Α αυτός που είναι περιβεβλημένος με σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φόρος* (< φέρω), πρβλ. σημαιο φόρος] …

    Dictionary of Greek