σημαίνω τον

  • 11διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… …

    Dictionary of Greek

  • 12εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …

    Dictionary of Greek

  • 13λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 14νεκροσημαίνω — (για καμπάνα εκκλησίας) χτυπώ λυπητερά, για να αναγγείλω τον θάνατο κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + σημαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Π. Χιώτη] …

    Dictionary of Greek

  • 15παραδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. παραδέκομαι, ποιητ. τ. παρδέχομαι δέχομαι κάτι ως ορθό και δίκαιο, συμφωνώ, εγκρίνω, αποδέχομαι (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. αναγνωρίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 16σαλπίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σαλπίττω και βοιωτ. τ. σαλπίδδω και στους Ταραντίνους σαλπίσσω Α 1. παίζω την σάλπιγγα, ηχώ με την σάλπιγγα 2. σημαίνω παράγγελμα με την σάλπιγγα (α. «και να σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο», Παλαμ. β. «ἐσάλπισε τὸ...… …

    Dictionary of Greek

  • 17σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… …

    Dictionary of Greek

  • 18συνεκφαίνω — ΜΑ [ἐκφαίνω] παθ. συνεκφαίνομαι λάμπω μαζί («ὥσπερ τῇ ἐξάψει τῆς φλογὸς καὶ ἡ αὐγὴ συνεκφαίνεται», Γρηγ. Νύσσ.) αρχ. 1. φανερώνω, παρουσιάζω ταυτοχρόνως 2. δηλώνω, σημαίνω μαζί ή συγχρόνως («τῷ ἐλευθέρῳ συνεκφαίνων τὸν ἀδεῆ καὶ μεγαλόφρονα»,… …

    Dictionary of Greek

  • 19τεκμαίρομαι — ΝΜΑ (και ενεργ τακμαίρω Α [τέκμαρ] από ορισμένα σημεία πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ. γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ. δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 20υπαγορεύω — ὑπαγορεύω, ΝΜΑ απαγγέλλω κάτι σε κάποιον, συνήθως με αργό ρυθμό, για να τό γράψει ή να τό επαναλάβει προφορικά (α. «ο καθηγητής υπαγορεύει το κείμενο στους μαθητές» β. «δεῑ γράμματα ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα δυνήσεσθαι τὰ ὑπαγορευόμενα γράφειν»,… …

    Dictionary of Greek