Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σημαία

  • 1 σημαία

    [симза] ουσ. Θ. знамя, флаг

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σημαία

  • 2 флаг

    α.
    σημαία, παντιέρα, το λάβαρο•

    государственный флаг η κρατική σημαία•

    поднимать флаг υψώνω τη σημαία•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    припустить флаг υποστέλλω τη σημαία•

    выкинуть белый флаг σηκώνω άσπρη σημαία•

    парламентарский флаг σημαία διαπραγματεύσεων•

    бело-голубой греческий флаг η γαλανόλευκη ελληνική σημαία•

    красный флаг κόκκινη σημαία.• зелёный флаг πράσινη σημαία•

    украшать -ами σημαιοστολίζω.

    εκφρ.
    держать (свой) флаг – (για πλοίαρχο) υπηρετώ στο καράβι•
    остаться за -ом – α) μένω,πίσω από το τέρμα (στην ιπποδρομία), β) μτφ. υστερώ, υπολείπομαι (από τους άλλους)•
    под -ом марксизма-ленинизма – κάτω από τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού (με γνώμονα το μαρξισμό-λενινισμό).

    Большой русско-греческий словарь > флаг

  • 3 знамя

    -мени, πλθ. знамна
    -мн ουδ.
    1. σημαία, μπαϊράκι, μπαντιέρα, φλάμπουρο, λάβαρο•

    красное знамя κόκκινη σημαία•

    голубоблое, знамя γαλανόλευκη σημαία•

    переходящее знамя η επαμειβόμενη σημαία•

    боевое знамя το φλάμπουρο•

    с развевающимися -нами με ξεδιπλωμένες τις, σημαίες•

    полковое знамя η σημαία του συντάγματος•

    водрузить знамя στήνω τη σημαία•

    поднять знамя восстания υψώνω τη σημαία της εξέγερσης• σηκώνω μπαϊράκι•

    призывать под -на καλώ κάτω από τις σημαίες.

    2. μτφ. καθοδηγητική ιδέα•

    под -ем κάτω-από τη σημαία (υπο την καθοδήγηση).

    εκφρ.
    высоко держать знамя – (κυρλξ. κ. μτφ.) κρατώ ψηλά τη σημαία•
    стать (или встать) под знамя – μιταίνω κάτω από τη σημαία (μετέχω στον αγώνα).

    Большой русско-греческий словарь > знамя

  • 4 флаг

    флаг м η σημαία· государственный \флаг η σημαία του Έθνους* поднять (спустить) \флаг υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία
    * * *
    м
    η σημαία

    госуда́рственный флаг — η σημαία του Έθνους

    подня́ть (спусти́ть) флаг — υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία

    Русско-греческий словарь > флаг

  • 5 знами

    знам||и
    с ἡ σημαία, τό φλάμπουρο, ἡ παντιέρα:
    Красное \знами ἡ κόκκινη σημαία· полковое \знами ἡ σημαία τοῦ συντάγματος· поднять \знами борьбы ὑψώνω τήν σημαία τής πάλης· под \знамиенем... κάτω ἀπό τή σημαία...

    Русско-новогреческий словарь > знами

  • 6 флаг

    флаг
    м ἡ σημαία, ἡ παντιέρα:
    поднимать \флаг ὑψώνω τή σημαία· спускать \флаг ὑποστέλλω τή σημαία· приспустить \флаг (в знак траура) ὑποστέλλω τή σημαία μεσίστιο, βάζω μεσίστιο τή σημαία· украшать \флагами σημαιοστολίζω· под \флагом чего́-л. перен μέ τό πρόσχημα, μέ τή μάσκα.

    Русско-новогреческий словарь > флаг

  • 7 знамя

    знамя с η σημαία красное \знамя η κόκκινη σημαία' переходящее \знамя η επαμειβόμενη σημαία
    * * *
    с
    η σημαία

    Русско-греческий словарь > знамя

  • 8 хоругвь

    θ.
    1. παλ. • πολεμική σημαία, φλάμπουρο•

    хоругвь полка η σημαία του συντάγματος.

    2. σημαία εκκλησιαστική.

    Большой русско-греческий словарь > хоругвь

  • 9 поднять

    поднять 1) σηκώνω, υψώνω· \поднять бокал υψώνω το ποτήρι· \поднять руку σηκώνω το χέρι· \поднять занавес ανοίγω την αυλαία· \поднять флаг υψώνω τη σημαία 2) (повысить) υψώνω, ανεβάζω· \поднять цены υψώνω τις τιμές ◇ \поднять шум κάνω θόρυβο (или φασαρία)· \поднять вопрос βάλλω (или θέτω) ζήτημα· \поднять восстание επαναστατώ, κάνω επανάσταση \подняться 1) (встать ) σηκώνομαι 2) (наверх ) ανεβαίνω 3) (повыситься) αυξάνω, αναβαίνω· у него поднялась температура ανέβηκε η θερμοκρασία του
    * * *
    1) σηκώνω, υψώνω

    подня́ть бока́л — υψώνω το ποτήρι

    подня́тьру́ку — σηκώνω το χέρι

    подня́ть за́навес — ανοίγω την αυλαία

    подня́ть флаг — υψώνω τη σημαία

    2) ( повысить) υψώνω, ανεβάζω

    подня́ть це́ны — υψώνω τις τιμές

    ••

    подня́ть шум — κάνω θόρυβο ( или φασαρία)

    подня́ть вопро́с — βάλλω ( или θέτω) ζήτημα

    подня́ть восста́ние — επαναστατώ, κάνω επανάσταση

    Русско-греческий словарь > поднять

  • 10 красный

    красн||ый
    прил в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:
    Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο.

    Русско-новогреческий словарь > красный

  • 11 приспускать

    приспускать
    несов, приспустить сов ὑποστέλλω, χαμηλώνω, κατεβάζω λίγο:
    \приспускать флаг а) ὑποστέλλω τήν σημαία, б) κατεβάζω τή σημαία μεσίστιο (в знак траура).

    Русско-новогреческий словарь > приспускать

  • 12 флажок

    флажок
    м ἡ σημαιούλα, ἡ μικρή σημαία:
    сигнальный \флажок ἡ σημαία σηματοδότησης.

    Русско-новогреческий словарь > флажок

  • 13 развевать

    ρ.δ.μ. ανεμίζω•

    ветер -ет знамя ο αέρας ανεμίζει τη σημαία•

    ανεμίζομαι•

    флаг -лся η σημαία ανέμιζε (-ζονταν).

    Большой русско-греческий словарь > развевать

  • 14 флажный

    επ.
    της σημαίας• για σημαία• με σημαία, -ες•

    -ая ткань ύφασμα για σημαίες•

    -ые сигналы σημεία με σημαίες.

    Большой русско-греческий словарь > флажный

  • 15 гюйс

    мор. η σημαία του προβόλου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гюйс

  • 16 флаг

    η σημαία
    спускать - υποστέλλω τη -, κατεβάζω τη -
    сигнальный - σημάτων/σηματοδότησης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флаг

  • 17 взмахивать

    взмахивать
    несов, взмахнуть сов κουνώ, χτυπώ:
    взмахнуть флажком κουνώ (или σείω) τή σημαία· взмахнуть крыльями ἀνοίγω τά φτερά, φτερουγίζω, φτεροκοπώ.

    Русско-новогреческий словарь > взмахивать

  • 18 водружать

    водружать
    несов, водрузить сов ὑψώνω, ἀνυψῶ, στήνω:
    \водружать знамя ὑψώνω σημαία.

    Русско-новогреческий словарь > водружать

  • 19 вывешивать

    вывешивать
    несов (вешать) ἀναρτώ, κρεμώ, κρεμνώ/ τοιχοκολλώ (приказ, объявление и т. п.):
    \вывешивать флаг ὑψώνω τή σημαία.

    Русско-новогреческий словарь > вывешивать

  • 20 выкинуть

    выкинуть
    сов см. выкидывать· ◊ \выкинуть штуку (номер) σκαρώνω δουλειά· \выкинуть из головы βγάζω ἀπ· τό κεφάλι μου, λησμονώ· \выкинуть лозунг ρίχνω τό σύνθημα· \выкинуть флаг мор. ἀνυψώνω τή σημαία.

    Русско-новогреческий словарь > выкинуть

См. также в других словарях:

  • σημαία — σημαίᾱ , σημαία fem nom/voc/acc dual σημαίᾱ , σημαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαίᾳ — σημαίᾱͅ , σημαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν εφημερίδες το 1871 (Αθήνα και Λευκάδα), 1875 (Ερμούπολη), 1880 (Αθήνα), 1882 (Χαλκίδα) 1885 (Βόλος), 1886 (Αθήνα), 1887 (Αθήνα) 1905 (Νέα Υόρκη), 1908 (Καβάλα), 1913 (Αθήνα, Καλαμάτα)… …   Dictionary of Greek

  • σημαία — η τεμάχιο υφάσματος με το έμβλημα και τα ιδιαίτερα χρώματα κάποιου έθνους ή οργάνωσης: Έπαρση και υποστολή της σημαίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημαίας — σημαίᾱς , σημαία fem acc pl σημαίᾱς , σημαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαίαν — σημαίᾱν , σημαία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαιῶν — σημαία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαῖαι — σημαία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαίαις — σημαία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»