σηκός
1σηκός — pen masc nom sg …
2σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… …
3σηκός — ο 1. μέρος του αρχαίου ναού, κυρίως ναός. 2. κοίλωμα σε τοίχο για την τοποθέτηση αγαλμάτων κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σηκοῖο — σηκός pen masc gen sg (epic) σηκόω weigh pres opt mp 2nd sg …
5σηκοῖς — σηκός pen masc dat pl σηκόω weigh pres opt act 2nd sg σηκόω weigh pres subj act 2nd sg σηκόω weigh pres ind act 2nd sg …
6σηκοῖσιν — σηκός pen masc dat pl (epic ionic aeolic) σηκόω weigh pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) σηκόω weigh pres subj act 3rd sg (epic) σηκόω weigh pres ind act 3rd pl (aeolic) …
7σηκοί — σηκός pen masc nom/voc pl σηκόω weigh pres subj mp 2nd sg σηκόω weigh pres ind mp 2nd sg σηκόω weigh pres subj act 3rd sg …
8σηκοῦ — σηκός pen masc gen sg σηκόω weigh pres imperat mp 2nd sg σηκόω weigh imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …
9σηκούς — σηκός pen masc acc pl …
10σηκόν — σηκός pen masc acc sg …