σηκο-κόρος

  • 1ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… …

    Dictionary of Greek

  • 2ιεροκόρος — ἱεροκόρος, ὁ (Α) ο νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κόρος (< κορώ «καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος, σηκο κόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 3μυλοκόρος — ο (Α μυλοκόρος) αυτός που καθαρίζει τον μύλο ή την μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κόρος (< κορῶ «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος, σηκο κόρος] …

    Dictionary of Greek