σε χύμα

  • 31χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …

    Dictionary of Greek

  • 32χυμώ — (I) όω, Α [χυμός] 1. προσδίδω γεύση σε κάτι 2. παθ. χυμοῡμαι, όομαι μετατρέπομαι σε χυμό. (II) και χουμώ και χιμώ, άω, και χυμίζω και χιμίζω και χοιμίζω και χουμίζω, Ν ορμώ, εφορμώ, ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με ορμή εναντίον κάποιου (α. «σαν… …

    Dictionary of Greek

  • 33χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… …

    Dictionary of Greek

  • 34χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… …

    Dictionary of Greek

  • 35χύση — η / χύσις, εως, ΝΜΑ 1. έκχυση, ροή, εκροή, χύσιμο 2. η χύτευση νεοελλ. 1. (διαλ.) ραγδαία βροχή 2. ναυτ. απόρριψη στη θάλασσα μέρους τού φορτίου λόγω τρικυμίας ή καταδίωξης 3. βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών μσν. (για διάττοντα αστέρα) πτώση μσν. αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 36ԶԵՂՈՒՄՆ — (ղման.) NBH 1 0731 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c գ. χύμα effusio, perfusio, effluentia Զեղուլն (ն. եւ կ.) լիութիւն. յորդութիւն. ... *Զեղումն սրտի իբրեւ զաւազ առ եզեր ծովու. ՟Գ. Թագ. ՟Դ. 29: *Ըստ վտակաց զեղման: Զեղմունք շնորհացդ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 37ԽՈՒՌՆ — (խռան.) NBH 1 0985 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. τύρβη, ὅχλος turba. Արմատ Խռնելոյ. Խառնուրդ բազմութեան. ամբոխ խիտ առ խիտ. խուժան. շփոթ. աղմուկ. ... *Ի մէջ անցեալ արունահեղ խռանն՝ այնչափ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 38ՅՈՅԶ — (յոյզք, յուզից, զիւք.) NBH 2 0368 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c գ. Արմատ Յուզելոյ. որ եւ ՅՈՒԶՈՒՄՆ, յուզման. որպէս ἑξέτασις inquisitio. Խոյզ եւ խնդիր. որոնումն. քննութիւն. վէճ. պրպըտելն, փնտռտելն. ...… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 39καπνοσακούλα — η σακίδιο που γεμίζεται με καπνό χύμα και φέρεται από τους καπνιστές: Ποτέ δεν ξεχνάει την καπνοσακούλα του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)