σε σφαιρικό
91σφαιροποιός — όν, Α αυτός που κάνει κάτι σφαιρικό, στρογγυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + ποιός*] …
92σφαιροποιώ — έω, ΜΑ [σφαιροποιός] κατασκευάζω κάτι σφαιρικό, σφαιροειδές αρχ. κατασκευάζω σφαίρα …
93σφαιρουλίτης — ο, Ν 1. (παλαιόντ.) απολιθωμένο γένος δίθυρων μαλακίων που ανακαλύφθηκε σε θαλάσσιες αποθέσεις τού κρητιδικού και ανήκει στην ομάδα τών ρουδιστών 2. (πετρογρ.) σφαιρικό σώμα που απαντά σε υαλώδη πετρώματα, τα συστατικά τού οποίου είναι… …
94σφαιρώ — όω, ΜΑ [σφαῖρα] 1. κάνω κάτι σφαιρικό, σφαιροειδές («σφαιροῡν πάπυρον», Αλέξ. Αφρ.) 2. παθ. σφαιροῦμαι, όομαι α) (για την ψυχή) παίρνω τη μορφή σφαίρας β) (για όπλο, ιδίως ακόντιο που φέρει στο άκρο του σφαιρίδιο αντί για αιχμή) καλύπτομαι στο… …
95τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας …
96τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… …
97τρίκεντρον — τὸ, Α σφαιρικό τρίγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κέντρον (πρβλ. ἡμί κεντρος)] …
98τρίπλευρος — η, ο / τρίπλευρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρεις πλευρές («τρίπλευρα σχήματα») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίπλευρο μαθημ. γεωμετρικό επίπεδο σχήμα με τρεις πλευρές, τρίγωνο αρχ. 1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ τρίπλευρον το σφαιρικό τρίγωνο 2. (το ουδ …
99τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …
100τρόμβος — ο, ΝΜΑ 1. (γενικά) κάθε σχετικά βαρύ σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα που στρέφεται γύρω από τον άξονά του και, κυρίως, η σβούρα 2. το συνεστραμμένο, σπειροειδές άνω άκρο τού οστράκου τών σαλιγκαριών, αλλ. κόγχη νεοελλ. 1. ζωολ. γένος θαλάσσιων… …