σε σφαιρικό

  • 81σκαφείο — το / σκαφεῑον, ΝΑ εργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη, αξίνα αρχ. 1. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο με το οποίο άναβαν το ιερό πυρ οι Εστιάδες παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῡ ἡλίου φλόγα καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῑς σκαφείοις»,… …

    Dictionary of Greek

  • 82σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… …

    Dictionary of Greek

  • 83στατοκύστη — η, Ν βιολ. ωοειδές και σφαιρικό κυστίδιο τών κνιδοζώων, τών κτενοφόρων, τών στροβιλιστικών πλατυελμίνθων, τών νημερείνων τών τροχοζώων, τών γαστροτρίχων, τών βραχιονοπόδων, τών δακτυλιοσκωλήκων, τών περισσότερων μαλακίων, τών καρκινοειδών και τών …

    Dictionary of Greek

  • 84στρογγυλαίνω — ΝΜΑ [στρογγύλος] κάνω κάτι στρογγυλό ή σφαιρικό, στρογγυλεύω νεοελλ. (αμτβ.) γίνομαι στρογγυλός …

    Dictionary of Greek

  • 85στροφάλιγξ — ιγγος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές τού σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή τού σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο αρχ. 1. περιστροφή …

    Dictionary of Greek

  • 86στρόγγυλμα — τὸ, ΜΑ [στρογγύλλω] σφαιρικό τεμάχιο, κόκκος …

    Dictionary of Greek

  • 87συσφαιρώ — όω, Μ κάνω κάτι σφαιρικό, στρογγυλεύω κάτι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφαιρῶ «δίνω σε κάτι το σχήμα τής σφαίρας» (< σφαῖρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 88σφαίρωμα — τὸ, ΝΜΑ [σφαιρῶ] 1. καθετί το σφαιρικό 2. το σφαιροειδές αντίρροπο βάρος τού ρωμαϊκού στατήρα νεοελλ. 1. το στρογγυλοποιημένο άκρο σφαιροειδούς λαβής, όπως λ.χ. ξίφους ή ρόπτρου 2. βιολ. α) κάθε κυτταρικό έγκλειστο που παράγει σφαιρίδια ελαίου ή… …

    Dictionary of Greek

  • 89σφαιρικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σφαιρικού, το να έχει κάτι σφαιρικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρικός. Η λ., στον λόγιο τ. σφαιρικότης, μαρτυρείται από το 1825 στον Π. Ιωαννίδη] …

    Dictionary of Greek

  • 90σφαιροκαρπώδης — ες, Ν (συν. το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σφαιροκαρπώδη βοτ. τάξη ηπατικών βρυοφύτων που χαρακτηρίζεται από το φιαλόμορφο ή σφαιρικό περίβλημα το οποίο καλύπτει τόσο τα αρχεγόνια όσο και τα ανθηρίδια …

    Dictionary of Greek