σε σφαιρικό

  • 71πλεκτόγναθοι — Τάξη οστεοϊχθύων, τα είδη της οποίας χαρακτηρίζονται από τα σαγόνια τους, που έχουν το σχήμα ράμφους. Το σώμα των π. είναι κυκλικό ή σφαιρικό και συνήθως σκεπασμένο από οστέινες πλάκες και έχει αγκάθια. Οι π. είναι γνωστοί με το όνομα φεγγαρόψαρα …

    Dictionary of Greek

  • 72πλεοδορίνα — η, Ν ζωολ. γένος χλωροφυλλούχων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων τού οποίου το κοινόβιο είναι διαμέτρου μεγαλύτερης από 300 μικρόμετρα, σφαιρικό, και αποτελείται από 128 κύτταρα, 64 μικρά στο πρόσθιο ημισφαίριο και 64 μεγάλα στο οπίσθιο …

    Dictionary of Greek

  • 73πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… …

    Dictionary of Greek

  • 74πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 75πυκνίδιο — το, Ν (μυκητ.) 1. σφαιρικό ή λαγηνόμορφο κοίλο όργανο ορισμένων μυκήτων μέσα στο οποίο παράγονται τα κονίδια, δηλ. τα αγενή σπόρια 2. ασκόμορφο σποριογόνο όργανο το οποίο σχηματίζεται σε ορισμένους λειχήνες από τον μυκοβιότυπο, είναι βυθισμένο… …

    Dictionary of Greek

  • 76πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… …

    Dictionary of Greek

  • 77σακίδιο — το / σακκίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) σάκος με μικρή χωρητικότητα νεοελλ. 1. μικρός σάκος που κρεμάει στον ώμο του ο στρατιώτης ή ο πεζοπόρος 2. στρ. μικρός σάκος που χρησίμευε ως υποδοχή για το γέμισμα με πυρίτιδα τών πυροβόλων που έβαλλαν… …

    Dictionary of Greek

  • 78σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… …

    Dictionary of Greek

  • 79σκάφιον — τὸ, Α 1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.) 2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.) 3. μικρό… …

    Dictionary of Greek

  • 80σκαντζόχοιρος — (erinaceus europaeus). θηλαστικό, της οικογένειας των Ακανθοχοιριδών, της τάξης των εντομοφάγων. Μήκους 30 περίπου εκ., από τα οποία 2 3 ανήκουν στην ουρά, ο σ. είναι διαδομένος με διάφορα υποείδη σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη, καθώς και στη Σιβηρία,… …

    Dictionary of Greek