σε σφαιρικό

  • 61μανόμετρο — Συσκευή για την απευθείας μέτρηση της πίεσης η οποία ασκείται επί ενός ρευστού. Ο συνηθέστερος τύπος στη βιομηχανία και στην καθημερινή χρήση είναι το μεταλλικό μ. του Μπουρντόν, το οποίο αποτελείται από έναν ελαστικό μεταλλικό σωλήνα σε σχήμα… …

    Dictionary of Greek

  • 62μελιτζάνα — Κοινή ονομασία του φυτού Solanum melongena, της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολυετές ποώδες φυτό, ιθαγενές της Αφρικής και της Ασίας. Ο βλαστός της καλύπτεται με όρθιο και κοντό τρίχωμα, είναι αποξυλωμένος στη βάση του …

    Dictionary of Greek

  • 63μπουλόνι — το το βλήτρο, μετάλλινο κυλινδρικό στέλεχος, γόμφος με βιδωτή κεφαλή στο ένα ή και στα δύο άκρα, για τη σύνδεση δύο μερών ενός μηχανισμού ή μιας μετάλλινης ή ξύλινης κατασκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boulon < γαλλ. boule «μεταλλική σφαίρα» <… …

    Dictionary of Greek

  • 64μπούρλος — μποῡρλος, ὁ, και μποῡρλο, τὸ (Μ) 1. στουπί 2. μτφ. μπουκιά και γενικά κάτι που έχει σχήμα μικρής σφαίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιδιωματικό burla < λατ. burrula «στουπί σφαιρικό αντικείμενο»] …

    Dictionary of Greek

  • 65ντολμάς — ο είδος φαγητού από μικρές μάζες κιμά και ρύζι ή σκέτο ρύζι που περιτυλίγονται σε σφαιρικό ή επίμηκες σχήμα με αμπελόφυλλα ή λαχανόφυλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolma «γεμιστός»] …

    Dictionary of Greek

  • 66ξυλοφάγα — (xyhphaga). Με τη γενική αυτή ονομασία χαρακτηρίζονται τα ζώα που τρέφονται από το ξύλο. Είναι ξ. μερικά δίθυρα μαλάκια, όπως οι τερηδόνες, και πολλά έντομα, όπως τα ανόβια (βλ. λ.) και οι τερμίτες (βλ. λ.). Ενώ οι τερηδόνες χωνεύουν την… …

    Dictionary of Greek

  • 67οφθαλμικός — ή, ὁ (Α ὀφθαλμικός, ή, όν) [οφθαλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οφθαλμούς («οφθαλμική αρτηρία») νεοελλ. φρ. α) «οφθαλμικός κόγχος» κοιλότητα τού κρανίου μέσα στην οποία βρίσκεται ο οφθαλμικός βολβός β) «οφθαλμικός βολβός» το σφαιρικό… …

    Dictionary of Greek

  • 68περιφέρεια — Ο όρος δηλώνει την καμπύλη του επίπεδου, που σήμερα επικράτησε να λέγεται κύκλος. * * * η, ΝΜΑ [περιφερής] 1. η κλειστή επίπεδη καμπύλη στην οποία τερματίζεται η επιφάνεια τού κύκλου, η κλειστή καμπύλη τής οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση… …

    Dictionary of Greek

  • 69πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 70πλανητάριο — (Αστρον.). Μηχανισμός με τον οποίο γίνεται δυνατή η αναπαράσταση των κινήσεων των πλανητών. Μετά την κατασκευή του πολύπλοκου αυτού μηχανισμού από τον καθηγητή Μπάουερσφελντ της εταιρείας Zeiss της Ιένας, τον οποίο ο ίδιος επινόησε, το όνομα π.… …

    Dictionary of Greek