σε σφαιρικό

  • 121ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… …

    Dictionary of Greek

  • 122καβολινία — (Cavolinia). Γένος οπισθοβραγχίων γαστεροπόδων μαλακίων, που ζουν σε όλες τις θερμές και εύκρατες θάλασσες, καθώς και στις ελληνικές. Είναι μικρά ζώα με γυαλιστερό σφαιρικό ασβεστολιθικό όστρακο και πλατείς κολυμβητικούς λοβούς. Περιβάλλονται από …

    Dictionary of Greek

  • 123κάλιγος — (Caligus). Γένος κωπηπόδων της οικογένειας των καλιγιδών. Στο γένος αυτό ανήκουν μικροί οργανισμοί που αποτελούν εξωτερικά παράσιτα των θαλάσσιων ψαριών, τα οποία προκαλούν σημαντικά προβλήματα στις ιχθυοκαλλιέργειες. Αριθμεί πολλά είδη, το… …

    Dictionary of Greek

  • 124καλλιανίρα — (Callianira). Γένος θαλασσινών ζώων του φύλου των κτενοφόρων. Το σφαιρικό σώμα τους έχει σύσταση όμοια με ζελατίνα και είναι σχεδόν διαφανές. Συλλέγουν την τροφή τους με τη βοήθεια δύο μακριών κεραιών που έχουν προσκολλητικά κύτταρα, δείχνουν… …

    Dictionary of Greek

  • 125κανάβι και κάνναβη — (κάνναβις η ήμερος κοινή). Φυτό της οικογένειας των μορεϊδών και κατ’ άλλους των κανναβινιδών (δικοτυλήδονα). Είναι φυτό ποώδες, με όρθιο βλαστό και έχει ύψος γύρω στα 2 μ., απλό ή λίγο διακλαδιζόμενο στο ανώτερο τμήμα. Έχει φύλλα αντίθετα,… …

    Dictionary of Greek

  • 126καψίδιο — Πρωτεϊνικό κάλυμμα που περιβάλλει το γενετικό υλικό των ιών, το οποίο, συνήθως, αποτελείται από όμοιες υπομονάδες που ονομάζονται καψομερίδια. Το κ. μπορεί να έχει σχήμα κυλινδρικό, σφαιρικό ή πολυεδρικό και η δομή του καθορίζεται από την… …

    Dictionary of Greek

  • 127κοπρίδα — (Copris). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κοπριδών. Το σώμα τους είναι μαύρο, σφαιρικό και έχει μήκος 1,5 4 εκ. Το αρσενικό φέρει μία κεραία στο μέτωπο και το θηλυκό ένα εξόγκωμα. Πολλά είδη κ. βρίσκονται στις τροπικές ζώνες. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 128κυκλοπτερίδες — (Cyclopteridae). Οικογένεια περκομόρφων ψαριών, η οποία αποτελείται από 6 γένη και 26 είδη. Πρόκειται για ψάρια με σφαιρικό σώμα, το οποίο συχνά καλύπτεται από φυμάτια· οι κ. φέρουν δύο ραχιαία πτερύγια, από τα οποία το πρώτο μπορεί να καλύπτεται …

    Dictionary of Greek