σε σφαιρικό

  • 101φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… …

    Dictionary of Greek

  • 102φανός — I Το μεγαλύτερο νησί της συστάδας των Οθωνών. Bλ. λ. Οθωνοί. II Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 375), στην επαρχία Παιονίας του… …

    Dictionary of Greek

  • 103φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… …

    Dictionary of Greek

  • 104φούσκος — ο, Ν 1. ισχυρό ράπισμα, χαστούκι, σκαμπίλι 2. ναυτ. σφαιρικό κατασκεύασμα, το περίβλημα τού οποίου αποτελείται από πλέγμα σχοινιών, ενώ το εσωτερικό του από στυπία και συμπιεσμένα ράκη και το οποίο αναρτάται από το περιτόναιο τού σκάφους… …

    Dictionary of Greek

  • 105χάντρα — και χάνδρα, η, Ν 1. μικρό σφαιρικό ή κυλινδρικό, συνήθως, αντικείμενο από γυαλί ή από άλλο υλικό, με διαμπερή οπή από την οποία περνάει νήμα 2. μτφ. α) μάτι, ιδίως λαμπερό και όμορφο β) χοντρή σταγόνα από δάκρυ 3. φρ. «τα μάτια σου χάντρες να… …

    Dictionary of Greek

  • 106όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …

    Dictionary of Greek

  • 107ακροστάλαγμος — (acrostalagmus). Υποτυπώδης μύκητας (υφομύκης), που έχει κατακόρυφες καρπικές υφές, με εγκάρσια τοιχώματα. Τα σπόρια του βρίσκονται στις άκρες των τελευταίων μικρών κλάδων σε αλυσίδες, ενωμένα σε ένα σφαιρικό κεφάλι που διαλύεται στο νερό. Ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 108αλβιζία — (albizzia). Φυτά δενδρώδη που ανήκουν στην οικογένεια των μιμοσιδών και καλλιεργούνται για το ωραίο τους φύλλωμα και τα εντυπωσιακά άνθη. Είναι φυλλοβόλα, και τα άνθη τους, που εμφανίζονται το καλοκαίρι, έχουν σχήμα σφαιρικό. Το χρώμα τους είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 109αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… …

    Dictionary of Greek

  • 110αργιόπη — (argiope). Μεγάλη αράχνη της οικογένειας των αργιοπιδών, της τάξης των βραγχιοπόδων. Ζει σε θερμές και εύκρατες χώρες και διακρίνεται από το μικρό της όστρακο, συνήθως κυκλικό. Η α. έχει πλατιά κοιλιά με σκοτεινόχρωμες λωρίδες. Τον ιστό της, που… …

    Dictionary of Greek