σε λίγο καιρό

  • 41ασινιά — (assignat). Ομολογία που εκδόθηκε κατά τη Γαλλική επανάσταση για vα αντιμετωπιστούν οικονομικές δυσκολίες της εποχής. Ήταν έντοκη (5%) και είχε ως ρήτρα τα κτήματα του κλήρου και των ευγενών, τα οποία απαλλοτριώθηκαν με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης …

    Dictionary of Greek

  • 42Βαλντέκ, Ζαν-Φρεντερίκ — (Jean Frederic Waldek, Αυστρία 1766 – 1875). Γάλλος περιηγητής και ζωγράφος. Σε νεαρή ηλικία περιηγήθηκε μεγάλο μέρος της Αφρικής και έφτασε έως το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική. Πήρε… …

    Dictionary of Greek

  • 43Βέγκα Καρπίο, Φέλιξ Λόπε ντε- — (Félix Lope de Vega Carpiο, Μαδρίτη 1562 – 1635). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής (αναφέρεται συχνά απλώς ως Λόπε ντε Βέγκα). Ανήσυχη και θερμή ιδιοσυγκρασία, παρασύρθηκε γρήγορα σε μια ζωή πολυτάραχη και περιπετειώδη, γεμάτη ατέλειωτες… …

    Dictionary of Greek

  • 44Βεντούρι, Τζοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Venturi, Ρέτζο Εμίλια 1746 – 1822). Ιταλός φυσικός. Σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του και σε αυτή την πόλη πέρασε τα πρώτα χρόνια της εκκλησιαστικής σταδιοδρομίας του. Το ενδιαφέρον του όμως για τα θέματα της… …

    Dictionary of Greek

  • 45Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …

    Dictionary of Greek

  • 46Γκρίφιους, Αντρέας — (Andreas Gryphius, Γκλογκάου, Σιλεσία 1616 – 1664).Γερμανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια ύστερα από τον θάνατο των γονέων του, αντιμετωπίζοντας τη φτώχεια, τον πόλεμο και τους διωγμούς εναντίον των προτεσταντών …

    Dictionary of Greek

  • 47Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …

    Dictionary of Greek

  • 48Διογενείδης — Επώνυμο οικογένειας από τη Δημητσάνα, μέλη της οποίας υπήρξαν λόγιοι και αγωνιστές του 1821. 1. Βελισάριος. Έμπορος στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν συγγενής του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Προσέφερε πολλά χρήματα για την ανάπτυξη της παιδείας. Το 1818… …

    Dictionary of Greek

  • 49Έρχαρτ, Αμέλια — (Amelia Earhart, Άτσισον, Κάνσας 1897 – 1937). Αμερικανίδα πρωτοπόρος αεροπόρος. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμος σε στρατιωτικό νοσοκομείο έως την ανακωχή, το 1918. Το 1919 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο… …

    Dictionary of Greek

  • 50Ιφικράτης — (415; – 354 π.Χ.).Αθηναίος στρατηγός. Το 393 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου, δημιούργησε ένα ικανότατο σώμα πελταστών (βλ. λ. πελταστές), οι οποίοι εξαιτίας του ελαφρότερου οπλισμού τους ήταν πιο ευκίνητοι από τους οπλίτες. Με το… …

    Dictionary of Greek