σε λίγο καιρό

  • 31αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… …

    Dictionary of Greek

  • 32γυρίνος — I Η κοινή ονομασία για την προνυμφική μορφή του βατράχου μετά την εκκόλαψή του, που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση του κεφαλιού και του κορμού σε ογκώδη μάζα, όμοια με τεράστιο κεφάλι. Οι γ. είναι αποκλειστικά υδρόβιοι και αναπνέουν με βράγχια …

    Dictionary of Greek

  • 33ζορμπάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. Γεώργιος. Πολέμησε στον Ευβοϊκό κόλπο με δικό του πλοίο. Το 1824, μονάδες του αυστριακού στόλου ανέκοψαν την πορεία του στο Αιγαίο και τον συνέλαβαν ως πειρατή. Μετά από λίγο καιρό… …

    Dictionary of Greek

  • 34μακρινός — (Marcus Opellius Severus Macrinus, 164 – Βιθυνία 218 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (217 218), μαυριτανικής καταγωγής. Το 212 έγινε έπαρχος. Λέγεται ότι οργάνωσε τη δολοφονία του Καρακάλλα (217), γεγονός που επαληθεύεται και από την ανακήρυξή του σε …

    Dictionary of Greek

  • 35νεόλοχος — νεόλοχος, ἡ (Α) αυτή που γέννησε μόλις πριν από λίγο καιρό, η λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λόχος* (< λέχομαι «πλαγιάζω, ξαπλώνω»), πρβλ. εύλοχος] …

    Dictionary of Greek

  • 36υδροκεφαλία — (Ιατρ.). Πάθηση της παιδικής ηλικίας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην κρανιακή κοιλότητα και αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης. Ανάλογα με το χρόνο της ανάπτυξής της η υ. διακρίνεται σε συγγενή και… …

    Dictionary of Greek

  • 37φλαμπουριάρης — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Επτανήσου, η οποία, μετά την Άλωση (1453), έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και πήγε αρχικά στην Κρήτη, για να εγκατασταθεί τελικά, στο μεγαλύτερο μέρος της, στη Ζάκυνθο. Στον Ιωάννη Φ. και στους απογόνους του, η… …

    Dictionary of Greek

  • 38Αδέρβαλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Νουμιδίας (118 112 π.Χ.). Μετά τον θάνατο του πατέρα του Μικίψα, ανέβηκε στον θρόνο μαζί με τον αδελφό του Ιέμψαλο και τον εξάδελφό του Ιουγούρθα. Έπειτα όμως από λίγο καιρό συμβασιλείας, o Ιουγούρθας… …

    Dictionary of Greek

  • 39Αλαμάννος, Νικόλαος — (1583 – 1626). Έλληνας λόγιος που έζησε στην Ιταλία. Αναφέρεται και ως Αλεμάννος. Καταγόταν από την Άνδρο. Παρακολούθησε μαθήματα λατινικής και ελληνικής φιλολογίας στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης (1592). Χειροτονήθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 40Αραγκό, Φρανσουά Ντομινίκ Ζαν — (François Dominique Jean Arago, Εσταζέλ νταλε Ρουσιγιόν 1786 – Παρίσι 1853). Γάλλος φυσικός, αστρονόμος και πολιτικός. Μόλις αποφοίτησε από την πολυτεχνική σχολή του Παρισιού, πήρε μέρος μαζί με τον Ζαν Μπατίστ Μπιό στις εργασίες μέτρησης του… …

    Dictionary of Greek