σείσω

  • 1σείσω — σείω shake aor subj act 1st sg σείω shake fut ind act 1st sg σείω shake aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά …

    Dictionary of Greek