σεύοντ'

  • 1σεύοντ' — σεύοντα , σεύω put in quick motion pres part act neut nom/voc/acc pl σεύοντα , σεύω put in quick motion pres part act masc acc sg σεύοντι , σεύω put in quick motion pres part act masc/neut dat sg σεύοντι , σεύω put in quick motion pres ind act… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …

    Dictionary of Greek