σεμίδαλις
1σεμίδαλις — σεμίδᾱλις , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem nom sg …
2σεμίδαλις — άλεως, ἡ, ΜΑ, γεν. και άλιος, και άλεος, και άλιδος, Α το σιμιγδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανατολικό δάνειο (πρβλ. ακκαδ. samīdu «λεπτό αλεύρι»). Τα λατ. simila / similāgo είναι επίσης ανατολικά δάνεια ή δάνεια από την Ελληνική] …
3σεμιδάλει — σεμιδά̱λει , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem nom/voc/acc dual (attic epic) σεμιδά̱λεϊ , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem dat sg (epic) σεμιδά̱λει , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem dat sg (attic ionic) …
4семидаль — самая тонкая пшеничная мука , только др. русск. семидальнъ хлѣбъ (Дан. Зат., XIII в., 106). Из греч. σεμίδαλις – то же, вост. происхождения (Гофман, Gr. Wb. 309; Фасмер, Гр. сл. эт. 176; ИОРЯС 12, 2, 274) …
5Semmel, die — Die Sêmmel, plur. die n, weißes aus Weizenmehle gebackenes Brot. Schicht oder Zeilsemmeln, zum Unterschiede von den Eck oder Ortsemmeln, welche letztern am häufigsten Semmeln schlechthin genannt werden. Geraspelte Semmeln. Mundsemmeln u.s.f. Für… …
6acemite — (Del ár. as semid, flor de la harina.) ► sustantivo masculino 1 AGRICULTURA Cáscara del grano de cereales mezclada con harina: ■ pan de acemite. 2 COCINA Potaje, sopa o papilla hecha con trigo tostado. * * * acemite (del ár. and. «assamíd», del… …
7δενδαλίς — και δανδαλίς, η (Α) είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. σεμίδᾱλις, αλλά το α τής λ. δενδαλίς, είναι βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με… …
8οινοβρεχής — οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, ές (Α) 1. μεθυσμένος 2. διαποτισμένος με κρασί («σεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. δια βρεχής] …
9παλτάρια — (Α) (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «σεμίδαλις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλη γρφ. τού πολτάριον*] …
10σεμίδαλιν — τὸ, Μ [σεμίδαλις, ιος] το σιμιγδάλι …