σεμίδαλις

  • 11σεμιδαλάτον — τὸ, Μ ο σεμιδαλίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμίδαλις «σιμιγδάλι» + κατάλ. ᾶτον (πρβλ. σελιν ᾶτον)] …

    Dictionary of Greek

  • 12σεμιδαλίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) σιμιγδαλένιο ψωμί, ψωμί από σιμιγδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμίδαλις «σιμιγδάλι» + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 13σιμίτι — και σημίτι, το, Ν είδος μικρού μαλακού στρογγυλού πεπλατυσμένου και εύγευστου ψωμιού που πωλείται μαζί με τα κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. simit < αραβ. samid < σεμίδαλις «σιμιγδάλι»] …

    Dictionary of Greek

  • 14σιμιγδάλι — και σεμιγδάλι, το, Ν χοντρό αλεύρι καλής ποιότητας, κυρίως από σκληρό σιτάρι, που παρασκευάζεται με την άλεση κόκκων που είχαν προηγουμένως διαβραχεί με νερό, διαδικασία ακολουθούμενη από ξήρανση και κοσκίνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σεμιγδάλι < αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 15όμουρα — ὅμουρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σεμίδαλις ἑφθή, μέλι ἔχουσα καὶ σησάμην». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ὅμωρος*] …

    Dictionary of Greek

  • 16ՆԱՇԻՀ — (շհոյ, կամ (նաշհի) հւոյ.) NBH 2 0405 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ՆԱՇԻՀ եւ ՆԱՇԻ. գրի եւ ՆԱՇԻԽ. ար. պ. նէշա, նիշաստա . σεμίδαλις semila, similago եւս եւ πέμμα, χονδρίτης եւ այլն. Գերմուկ ալիւր՝ ազնիւ եւ բարակ. որ եւ ՍԻՄԻՆՏՐ, ՍԻՂԻԳՆ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 17ՍԻՄԻՆԴՐ — (ի, աց.) NBH 2 0713 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. ՍԻՄԻՆԴՐ ՍԻՄԻՆՏՐ. σεμίδαλις simila, similago. որ եւ ասի՝ ՍԻՂԻԳՆ. նաշիհ. գերմակ ալիւր. շարմաղուն ալուր. ... յն. սէմի՛տալիս. լտ. սի՛միլա. սիմիլա՛կօ. եբր. սօլէթ. իսկ հյ. ռմկ. սիմինտր …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 18σεμιδαλίων — σεμιδᾱλίων , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 19σεμιδάλεος — σεμιδά̱λεος , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem gen sg (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 20σεμιδάλεσιν — σεμιδά̱λεσιν , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)