σεληνιάζομαι
1σεληνιάζομαι — σεληνιάζομαι, σεληνιάστηκα, σεληνιασμένος βλ. πίν. 36 …
2σεληνιάζομαι — ΝΑ, και σεληνάζω Α [σελήνη] 1. επηρεάζομαι ψυχολογικά από τις φάσεις τής σελήνης 2. πάσχω από επιληψία αρχ. 1. ζω κάτω από την σελήνη 2. (κατ επέκτ.) μεταβάλλομαι, φθείρομαι …
3σεληνιάζομαι — σεληνιάστηκα, σεληνιασμένος, με πιάνει επιληψία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σεληνιαζομένων — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp fem gen pl σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc/neut gen pl …
5σεληνιαζόμενον — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc acc sg σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp neut nom/voc/acc sg …
6σεληνιαζομένη — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7σεληνιαζομένης — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …
8σεληνιαζομένοις — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc/neut dat pl …
9σεληνιαζομένου — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc/neut gen sg …
10σεληνιαζομένους — σεληνιάζομαι to be moonstruck pres part mp masc acc pl …