σεκούα

  • 1σεκούα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σικύα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σικύα] …

    Dictionary of Greek

  • 2σικύα — η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α 1. νεροκολοκυθιά 2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό τού παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα νεοελλ. 1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση 2.… …

    Dictionary of Greek