σεισμός
1σεισμός — shaking masc nom sg …
2σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …
3σεισμός — ο 1. δόνηση της γης: Ηφαιστειογενής σεισμός. – Επίκεντρο του σεισμού. 2. σείσιμο, κούνημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σεισμοῖο — σεισμός shaking masc gen sg (epic) …
5σεισμοῖς — σεισμός shaking masc dat pl …
6σεισμοῖσι — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7σεισμοῖσιν — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8σεισμοί — σεισμός shaking masc nom/voc pl …
9σεισμοῦ — σεισμός shaking masc gen sg …
10σεισμούς — σεισμός shaking masc acc pl …