σεισμοῦ
11κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… …
12κιόκρανον — κιόκρανον, τὸ (Α) κιονόκρανο* («πίπτει τὸ κιόκρανον ἀπὸ τοῦ κίονος οὔτε σεισμοῦ οὔτε ἀνέμου γενομένου», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ερμηνεύεται ως προερχόμενη από κιονό κρανον* με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), αν και ο τ. κιονόκρανον είναι… …
13κορσεία — Αρχαία ορεινή πόλη της Λοκρίδας, κάτω από την οποία έρεε ο ποταμός Πλατάνιος. Σε μικρή απόσταση από αυτήν βρισκόταν ιερό άλσος του Ερμή, όπου, κατά τον Παυσανία, υπήρχε έως τον 2o αι. μ.Χ. άγαλμα του θεού. Οι νεότεροι μελετητές ταυτίζουν την Κ.… …
14παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… …
15προσεισμός — ο, Ν συν. στον πληθ. οι προσεισμοί γεωλ. σειρά μικρών σεισμικών δονήσεων που προηγούνται ενός μεγάλου σεισμού κατά ώρες, ημέρες, ακόμη και μήνες, και συνδέονται με το ίδιο ή με παρακείμενο επίκεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σεισμός] …
16σεισμολογία — Κλάδος της γεωφυσικής, που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα, δηλαδή τους σεισμούς και το σύνολο των εκδηλώσεων που συνδέονται με αυτούς. Κύριος σκοπός της σ. είναι η έρευνα του τρόπου διάδοσης, των σεισμικών κυμάτων που γεννιούνται στην εστία του… …
17σμηνοσεισμοί — οι, Ν πλήθος σεισμών διαφόρων εντάσεων μεταξύ τών οποίων δεν είναι δυνατή η διάκριση τού κύριου σεισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμήνος + σεισμός] …
18υπερκλονώ — έω, Α (για τη θάλασσα σε περίπτωση σεισμού) πλημμυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κλονῶ «ταράζω, σείω, τραντάζω»] …
19υπονοστώ — έω, ΜΑ πηγαίνω πίσω, επανέρχομαι, επιστρέφω («ἔδοξεν αὖθις ὑπονοστεῑν καὶ κατασκήπτειν εἰς τὰς τρίηρεις», Πλούτ.) μσν. εκκλ. (για την ανθρώπινη φύση μετά από τη λύτρωση) ανακτώ την αρχική μορφή μου αρχ. 1. (για σωρό ξύλων) υποχωρώ προς τα κάτω… …
20υπόκεντρο — το, Ν γεωλ. σημείο κάτω από την επιφάνεια τής Γης, από το οποίο αρχίζει η διατάραξη τού στερεού φλοιού κατά τη γένεση ενός σεισμού, αλλ. σεισμική εστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κέντρο] …