σειρῆνες

  • 31παρθενόπη — I Μικρό νησί του Νότιου Ευβοϊκού κόλπου, κοντά στον Μαραθώνα της Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο του Μαραθώνα. II Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μία από τις Σειρήνες. Από την απελπισία της, επειδή ο Οδυσσέας κατόρθωσε να… …

    Dictionary of Greek

  • 32ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …

    Dictionary of Greek

  • 33σειρηνίς — και δωρ. τ. σηρηνίς, ίδος, ἡ, ΜΑ 1. όμοια με σειρήνα 2. στον πληθ. αἱ σειρηνίδες και σηρηνίδες οι σειρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρήν, ῆνος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. Παρνασσ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 34σειρηνιακός — ή, όν, Μ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σειρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρήν, ῆνος + κατάλ. ιακός (πρβλ. σελην ιακός)] …

    Dictionary of Greek

  • 35σειρηνοειδή — (και σεφηνίδες). Τάξη θηλαστικών, ιδιαίτερα προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, που είναι συγκεντρωμένα στις δυο οικογένειες των Ντουγκονγκιδών και των Τριχεχιδών. Τα σ. έχουν σώμα ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα· το κεφάλι είναι μεγάλο και ελάχιστα… …

    Dictionary of Greek

  • 36σιλό — Βιομηχανική κατασκευή κυρίως από σκυρόδεμα, προορισμένη για εναποθήκευση δημητριακών, χημικών προϊόντων, μεταλλευμάτων κ.ά. προϊόντων, απόλυτα προφυλαγμένων από τις καιρικές συνθήκες. Υπάρχουν και σ. τα οποία είναι κατασκευασμένα κατά τρόπο ικανό …

    Dictionary of Greek

  • 37στεροπή — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Τεγέας Κηφέα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής της έδωσε τον πλόκαμο της Μέδουσας που του είχε χαρίσει η Αθηνά. Οι Τεγεάτες, κάθε φορά που εχθροί πολιορκούσαν τα τείχη της πόλης, περιέφεραν τον… …

    Dictionary of Greek

  • 38τρίχεχος — ο, Ν ζωολ. γένος μεγαλόσωμων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης Σειρήνες, με 3 είδη, γνωστά με τις κοινές ονομασίες μόρσα και μανάτος, που συγκροτούν την οικογένεια τριχεχίδες …

    Dictionary of Greek

  • 39τριχερίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης σειρήνες …

    Dictionary of Greek

  • 40υπερσειρηνίζω — Α ξεπερνώ τις Σειρήνες στο τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + Σειρήν, ῆνος + κατάλ. ίζω] …

    Dictionary of Greek