σειρᾱφόρος
1σειραφόρος — σειρᾱφόρος , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem nom sg …
2σειραφόρος — και ιων. τ. σειρηφόρος και σειροφόρος, ον, Α 1. αυτός που οδηγείται με σχοινί («σειρηφόρον μὲν ἑκατέρωθεν ἔρσενα παρέλκειν [κάμηλον]», Ηρόδ.) 2. (συν. σε συνεκφορά με το ἵππος) άλογο που σύρει την άμαξα μόνο με σχοινί ή λουρί, με το οποίο είναι… …
3σειρηφόρον — σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem acc sg (ionic) σειραφόρος which draws by the trace only neut nom/voc/acc sg (ionic) …
4σειραφόρον — σειρᾱφόρον , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem acc sg σειρᾱφόρον , σειραφόρος which draws by the trace only neut nom/voc/acc sg …
5-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …
6παράσειρος — η, ο / παράσειρος, ον, ΝΑ (για άλογα) αυτός που δεν είναι ζευγμένος αλλά δεμένος στα πλάγια τού κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. σειραφόρος αρχ. 1. παράπλευρος, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό κάποιου 2. μτφ. σύντροφος 3. (το ουδ …
7σειραφόριο — το, Ν [σειραφόρος] ξύλινο ή σιδερένιο κοντάρι που βρίσκεται στο πρόσθιο μέρος άμαξας, στο οποίο προσδένονται οι σειράδες …
8σειρηφόρος — ον, Α βλ. σειραφόρος …
9σειροφόρος — ον, Α βλ. σειραφόρος …
10σειραφόροι — σειρᾱφόροι , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2