σειρήν -ῆνος k
1σειρήν — ῆνος, ἡ, Α βλ. σειρήνα …
2σειρήνα — η / σειρήν, ῆνος, ΝΑ, και σιρήνα Α 1. μυθ. στον πληθ. οι σειρήνες μυθικές θηλυκές θεότητες που εικονίζονται με ανθρώπινο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού και οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην είσοδο τού πορθμού τής Σικελίας και με τη γλυκιά… …
3σειρήνειος — και σειρήνιος, ον, Α [σειρήν, ῆνος] 1. ο όμοιος με σειρήνα 2. μτφ. θελκτικός, γοητευτικός («σειρήνιοι μελῳδίαι», ΠΔ) …
4σειρηνίς — και δωρ. τ. σηρηνίς, ίδος, ἡ, ΜΑ 1. όμοια με σειρήνα 2. στον πληθ. αἱ σειρηνίδες και σηρηνίδες οι σειρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρήν, ῆνος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. Παρνασσ ίς)] …
5σειρηνιακός — ή, όν, Μ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σειρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρήν, ῆνος + κατάλ. ιακός (πρβλ. σελην ιακός)] …
6σειρηνοειδή — (και σεφηνίδες). Τάξη θηλαστικών, ιδιαίτερα προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, που είναι συγκεντρωμένα στις δυο οικογένειες των Ντουγκονγκιδών και των Τριχεχιδών. Τα σ. έχουν σώμα ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα· το κεφάλι είναι μεγάλο και ελάχιστα… …
7υπερσειρηνίζω — Α ξεπερνώ τις Σειρήνες στο τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + Σειρήν, ῆνος + κατάλ. ίζω] …
8сирин — I сирин I сказочная птица, фигурирующая рядом с алконостом (см.) на лубочных картинках, с женской грудью и женскими чертами лица , также вид филина , цслав. сирина, сиринъ (Упырь Лихой; см. Срезн. III, 358). Из греч. σειρήν, род. п. ῆνος сирена ; …