-
1 σειρά
[сира] ουσ. Θ. ряд, линия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σειρά
-
2 очередь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. σειρά, ακολουθία, διαδοχή τάξη, αράδα γραμμή•соблюдать очередь τηρώ τη σειρά•
в порядке -и με τη σειρά, με την αράδα•
установить очередь καθορίζω, βάζω σειρά•,стать в очередь μπαίνω στη σειρά•
занимать очередь πιάνω σειρά•
каждый в свою очередь καθένας με τη σειρά του.
2. σειρά αναμενόιντων•большая, длинная очередь μεγάλη, μακριά ουρά.
3. (στρατ.) ριπή•пулемётная очередь ριπή πολυβόλου•
автоматная очередь ριπή αυτόματου.
εκφρ.в первую очередь – στην πρώτη γραμμή (σειρά), πριν απ όλα•в свою очередь – με τη σειρά του•быть (стоить) на -и – έχω σειράστον κατάλογο(για λύση ζητήματος)•поставить в очередь – εγγράφω στον κατάλογο, βάζω στη σειρά (για λήψη)•стать на -; стоять на -и – έχω σειρά, είμαι γραμμένος στον κατάλογο. -
3 очередность
очередност||ь ж ἡ κανονική διαδοχή, ἡ σειρά:в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά· установить \очередность καθορίζω τήν σειρά[ν], καθορίζω τήν προτεραιότητα о́черед||ь ж1. (последовательность) ἡ σειρά, ἡ ἀράδα:по \очередностьи μέ τήν σειρά· теперь \очередность за вами τώρα εἶναι ἡ σειρά σας· в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά·2. (группа людей) ἡ γραμμή, ἡ οὐρά, ἡ σειρά:живая \очередность ἡ οὐρά·3. воен. ἡ ριπή:пулеметная \очередность ἡ ριπή πολυβόλου· ◊ в свою \очередность μέ τήν σειρά του· в первую \очередность πρίν ἀπ· ὀλα, πρωτίστως. -
4 порядок
-дка α.1. τάξη, -διευθέτηση, τακτοποίηση διάταξη•привести в порядок книги τακτοποιώ τα βιβλία•
востановить порядок αποκαθιστώ την τάξη•
полный порядок во всм πλήρης τάξη σε όλα.
|| καθιερωμένη (καταστημένη) σειρά, μονοτονία. || ως κατηγ. είναι καλά, εν τάξει, σωστά, όπως χρειάζεται.2. το καθεστώς, τάξη πραγμάτων•существующий порядок η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το υπάρχον καθεστώς.
|| συνήθεια, έθιμο•у нас такой порядок εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.
3. σειρά, συνέχεια•алфавитный порядок αλφαβητική σειρά•
в -е очереди όπως είναι η σειρά•
по -у με τη σειρά•
порядок рассувдния σειρά {αλληλουχία) του συλλογισμού.
4. τρόπος, μέθοδος, κανόνες•голосования οι κανόνες της ψηφοφορίας.
5. ιδιότητα• ποιότητα, χαρακτήρας•явления одного -а φαινόμενα του ίδιου χαρακτήρα.
6. (στρατ.) διάταξη•порядок боя διάταξη μάχης.,
7. (διαλκ.) σειρά σπιτιών.8. (βιολ.) τάξη. || σφαίρα, τομέας.εκφρ.в -е – α) εν τάξει, β) αίσια, με το καλό•в -е вещей – κανονικά, όπως συνήθως•в административном -е – με τη διοικητική οδό, διοικητικά•судебным -ои – με τη δικαστική οδό, δικαστικά•законным -ом – με το νόμο, μέσα στα πλαίσια του νόμου.в спешном -е – εσπευσμένα, βιαστικά, στα γρήγορα•для -дка – α) για την τάξη. β) για τον τύπο, τυπικά•своим -ом – με τη σειρά τουόπως πρέπει•призвать к -у – ανακαλώ στην τάξη. -
5 очерёдность
-и θ.διαδοχικότητα, η εκτέλεση με τη σειρά• τάξη, σειρά•очерёдность выполнения работ διαδοχικότητα (σειρά) στην εκτέλεση των εργασιών•
соблюдать очерёдность τηρώ τη σειρά•
в -и κατά (με) τη σειρά•
установить очерёдность καθιερώνω (καθορίζω) σειρά•
в порядке -и με τη σειρά.
-
6 ряд
-а, προθτ. в -е, в -у, πλθ. ряды α.1. σειρά, αράδα• τάξη• στίχος• στοίχος, ζυγός•два -а домов δυο σειρές σπιτιών•
ряд кресел σειρά πολυθρόνων•
верхний ряд зубов η άνω σειρά των δοντιών•
солдаты стояли двумя -ами οι στρατιώτες έστεκαν σε δυο στοίχους•
мы построились в -ы εμείς συνταχτήκαμε•
сомкнуть -ы πυκνώνω τους στοίχους ή τις γραμμές•
сплотить -ы συσφίγγω τις γραμμές.
2. διαδοχή•ряд поколений σειρά γενεών•
ряд веков σειρά αιώνων•
ряд дней σειρά ημερών.
3. πλθ. -ы (στρατ.) τάξεις, γραμμές•служить в -ах освободительной армии υπηρετώ στις τάξεις του απελευθερωτικού στρατού.
4. αράδα, κομπολόι•молочный ряд η σειρά των γαλατάδικων (αγοράς, παζαριού)•
рыбный ряд τα ψαράδικα (της αγοράς)•
овощные -ы τα λαχανάδικα.
5. η χωρίστρα των μαλλιών.6. γραμμή•трава в рядях χόρτο κατά γραμμές.
|| αλληλουχία, ακολουθία.εκφρ.в первых -ах – μπροστά απ όλους, πρώτος•из -а вон (выходящий) – απαράμιλλος, απαράβαλτος, ασύγκριτος•в -у – ανάμεσα, μεταξύ, μέσα στον αριθμό. -
7 ряд
1. (совокупность предметов, лиц, расположенных один к одному, в одну линию) η σειρά, η γραμμή, η αράδα (ξεν.) 2. (некоторое число) о αριθμός 3. хим. η σειράрадиоактивный - η ραδιενεργός οικογένεια/σειρά4. мат. η ακολουθία 5. мед. η σειράзубной - των δοντιών 6 (совокупность явлений событий следующих одно за другим) ησειρά, η διαδοχήвременной - χρονική -, ηχρονοσειράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ряд
-
8 ряд
рядλ1. ἡ σειρά, ἡ ἀράδα, ὁ στοίχος, ἡ γραμμή:\ряд домов ἡ σειρά σπιτιών \ряд гор ἡ ὁροσειρά· \ряд сту́льев μιά σειρά καθισμάτων в первом \ряду́ στήν πρώτη σειρά· построиться в \ряды τάσσομαι στη γραμμή, συντάσσομαι, μπαίνω στή γραμμή· идти \ряда́ми βαδίζω στοιχηδόν, βαδίζω σέ γραμμές· сплотить \ряды συσφίγγω τίς γραμμές· сомкну́ть \ряды! воен. πυκνώνω τίς γραμμές!·2. (серия) ἡ σειρά/ ὁ ἀριθμός (некоторое число)·3. \ряды мн. (состав, среда) ἡ γραμμή, ἡ τάξη:в \ряда́х армии στίς γραμμές τοῦ στρατοῦ, είς τάς τάξεις τοῦ στρατοῦ·4. \ряды мн. (лавки):овощи́ые \ряды τά λαχανάδικα· рыбные \ряды τά ψαράδικα· ◊ из ряда вон выходящий ἐξαίρετος, ἀσυνείθιστος· ставить в один \ряд βάζω στήν ἰδια σειρά, βάζω στήν ἰδια μοίρα -
9 очередь
очередь ж 1) (порядковый номер) η σειρά 2) (группа людей) η σειρά, η ουρά ◇ в первую \очередь πρώτα, πριν απ'όλα* * *ж1) ( порядковый номер) η σειρά2) ( группа людей) η σειρά, η ουρά••в пе́рвую о́чередь — πρώτα, πριν απ'όλα
-
10 поочерёдно
-
11 ряд
ряд м η σειρά; η γραμμή (линия)' сидеть в первом \ряду κάθομαι στην πρώτη σειρά; в \ряде случаев σε μερικές περιπτώσεις* * *мη σειρά; η γραμμή ( линия)сиде́ть в пе́рвом ряду́ — κάθομαι στην πρώτη σειρά
в ряде слу́чаев — σε μερικές περιπτώσεις
-
12 стать
стать 1) (встать) στέκομαι· \стать в очередь παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά 2) (сделаться) γίνομαι* \стать учителем γίνομαι δάσκαλος; стало темно σκοτείνιασε; βράδιασε (с наступлением вечера ) 3) (остановиться) σταματώ; часы* * *1) ( встать) στέκομαιстать в о́чередь — παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά
2) ( сделаться) γίνομαιстать учи́телем — γίνομαι δάσκαλος
ста́ло темно́ — σκοτείνιασε; βράδιασε ( с наступлением вечера)
3) ( остановиться) σταματώчасы́ ста́ли — το ρολόι σταμάτησε
••во что́ бы то ни ста́ло — οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο
-
13 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
14 серия
1. (ряд однородных предметов, последовательный ряд действий изделий деталей) η σειρά 2. (геол.) η γεωλογική σειρά 3. (раз-ряд, категория ценных бумаг) η σειρά 4. (часть большого кинофильма) το μέρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > серия
-
15 соединение
1. (деталей болтами, сваркой, клёпкой и т.п.) η ένωση, η σύνδεσηвильчатое - мех. о διχαλωτός σύνδεσμοςзаклёпочное - η (καθ)ηλωτή σύνδεση, η ηλοσύνδεση-- заклёпочное однорядное{}двухрядное{}{}трёхрядное{} η ηλοσύνδεση απλής/ διπλής/τριπλής σειράς- заклёпочное шахматное - διά ήλων κατά διαγωνίων, разг. - με σειρά ζιγκ-ζάγκнеразъёмное - η μη λυόμενη/σταθερή σύνδεσηразъёмное - η λυόμενη/εξαρμόσιμη σύνδεσηстыковое - см. - встык телескопическое - τηλεσκοπική -штыковое - ο λογχοειδής αρμός, ο στυλι-δωτός σύνδεσμος2. (эл., рад.) η σύνδεσηпараллельное - эл. παράλληλη -последовательное эл. - εν σειράсмешанное - эл. μ(ε)ικτή -3. хим. η ένωσηлетучее - πτητική -, ευεξάτμιστη -предельное - см. насыщенное -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединение
-
16 цепь
I. 1. (мех., мат, хим.) η αλυσίδα, η σειράмолекулярная - хим. μοριακή -прямая - хим. ευθεία -якорная мор. - άγκυρας2. эл. το κύκλωμαанодная (элн.) - ανοδίουизмерительная (эл.элн.) - μέτρησηςкабельная свз. - καλωδιακό -линейная - (эл.элн.) γραμμικό -- нагрузки (эл.элн.) - φορτίου- отключения (эл.элн.) - αποσύνδεσηςтормозная - φρένου/πέδης- управления (эл.элн.) - χειρισμούфизическая свз. - φυσικό -II.(горная) η οροσειρά, η βουνο-σειρά.III.(напр. пищевая) η (π.χ. τροφική) αλυσίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цепь
-
17 порядок
поря́д||окм1. ἡ τάξη [-ις]:образцовый \порядок ἡ παραδειγματική τάξις· нарушитель \порядокка ὁ παραβάτης, ὁ ταραξίας, ὁ ταραχοποιός· приводить в \порядок τακτοποιώ! βάζω σέ τάξη· приводить себя в -. σιάχνομαι, σιγυρίζομαι· призывать к \порядокку ἀνακαλώ είς τήν τάξιν2. (последователь, ность) ἡ σειρά, ἡ συνέχεια:алфави́тный \порядок ἡ ἀλφαβητική σειρά· по \порядокку κατα σειράν, μέ τή σειρά, διαδοχικά, διαδοχν κῶς·3. (способ) ὁ κανονισμός:\порядок выборов ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών в \порядокщ контроля σάν ϊλεγχο· в \порядокке обсуждения ὡς θέμα προς συζήτησιν в спешном \порядокке γρήγορα, βιαστικά·4. (строй, си, стема) ἡ τάξις, ὁ σχηματισμός, ἡ δια-τάξις:при старом \порядокке στό παλαιό[ν] καθεστώς·5. (обычай) οἱ συνήθειες, τό ἔθιμα (τά ήθη καί ἔθιμα)· ◊ боевой \порядок ὁ σχηματισμός μάχης· \порядок дия ἡ ἡμερησία διάταξις' все в \порядокке ὅλα εἶναι ἐν τάξει, ὅλα πανε καλά· тут что-то не ι \порядокке κάπου κουτσαίνει ἡ ὑπόθεση· д£лс идет своим \порядокком ἡ ὑπόθεσις (ή δουλειά) ἀκολουθεῖ τόν δρόμο της· это дело совершенно ино́го \порядокка αὐτή ἡ ὑπόθεσι εἶναι ἐντελώς διαφορετική· в \порядокке вещей συνειθισμένο πρᾶγμα -
18 цепь
цеп||ьж1. ἡ ἀλυσίδα, ἡ ἄλοσις, ἡ ἄλυσος:я́корная \цепь ἡ ἀλυσίδα τής ἄγκυ-ρας· \цепьи рабства οἱ ἀλυσίδες τής σκλαβιάς, τά δεσμά τής δουλείας· \цепь исследований ἄλυσις ἐρευνών держать на \цепьй прям., перен κρατώ ἀλυσοδεμένο· спустить с \цепьй прям., перен λύνω, ἀμολάω, ξαπολάω· сорваться с \цепьй а) λύνομαι ἀπό τήν ἀλυσίδα, б) перен ξαπολιέμαι, ἀποχαλινώνομαι·2. перен (ряд, вереница) ἡ σειρά, ἡ ἀλυσίδα:\цепь событий ἡ σειρά (или ἡ ἀλυσίδα) τών γεγονότων горная \цепь ἡ ὁροσειρά, ἡ βουνοσειρά, ἡ ἄλυσις ὁρέων3. воен.:стрелковая \цепь ἡ ἀλυσίδα μαχητών \цепь сторожевых постов ἡ σειρά τῶν φυλακίων 4.:\цепьи мн. (оковы) οἱ ἀλυσίδες / черен. τά δεσμά:заковывать в \цепьи ἀλυσοδένω· \цепьи рабства τά δεσμά τής δουλείας· разорвать \цепьи а) σπάω τίς ἀλυσίδες, б) перен σπάω τά δεσμά. -
19 вереница
-
20 строка
-и, αιτ. строку, πλθ. строки, δοτ. -ам θ.1. σειρά, γραμμή•на странице строка пять-десять строк στη σελίδα υπάρχουν πενήντα σειρές•
печатная строка τυπογραφική σειρά•
с первой -й από την πρώτη σειρά.
2. μτφ. λωρίδα, κυκλοτερής ζώνη, γύρος (διαφόρων αντικειμένων).εκφρ.читать между строк – μαντεύω από τα γραφόμενα, βγάζω το κρυφό νόημα των γραφτών.
См. также в других словарях:
σειρά — σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc/acc dual σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρᾷ — σειρά cord fem dat sg (attic doric aeolic) σειράω bind pres subj mp 2nd sg σειράω bind pres ind mp 2nd sg (epic) σειράω bind pres subj act 3rd sg σειράω bind pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek
σειρά — η 1. ορισμένη διάταξη πραγμάτων ή γεγονότων: Χρονολογική σειρά. – Μας τα διηγήθηκε όλα με τη σειρά. – Μπήκαν όλοι στη σειρά και περίμεναν. 2. στίχος, αράδα: Μας έδωσε δέκα σειρές για ορθογραφία. 3. σύνολο ομοειδών πραγμάτων: Σειρά βιβλίων. – Μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σειρᾶ — σειράω bind pres subj act 1st sg (doric aeolic) σειράω bind pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… … Dictionary of Greek
εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… … Dictionary of Greek
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά … Dictionary of Greek