σεβαστός
1σεβαστός — venerable masc nom sg …
2σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… …
3σεβαστός — ή, ό 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος: Σεβαστό πρόσωπο. – Οι απόψεις σου είναι σεβαστές. 2. μτφ., πολύς, μεγάλος: Σεβαστό ποσό. 3. «σεβαστή ηλικία», προχωρημένη ηλικία, γεράματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Κυμινήτης, Σεβαστός — (Κύμινα Τραπεζούντας 1625; – Βουκουρέστι 1702). Δάσκαλος και συγγραφέας. Υπήρξε μαθητής του Θεόφιλου Κορυδαλλέα και του Ιωάννη Καρυοφύλλη. Σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο δραστήριους δασκάλους και πολυγραφότερους λογίους της εποχής του.… …
5σεβαστά — σεβαστός venerable neut nom/voc/acc pl σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc/acc dual σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6σεβαστῶν — σεβαστός venerable fem gen pl σεβαστός venerable masc/neut gen pl …
7σεβαστόν — σεβαστός venerable masc acc sg σεβαστός venerable neut nom/voc/acc sg …
8σεβασταῖς — σεβαστός venerable fem dat pl …
9σεβασταί — σεβαστός venerable fem nom/voc pl …
10σεβαστοῖς — σεβαστός venerable masc/neut dat pl …