σεβέννιον

  • 1σεβένιον — και σεβέννιον και συμβέννιον, τὸ, Α το περικάλυμμα τού άνθους και τού καρπού τού φοίνικα («σεβέννιον τὸ ἐπ ἄκρῳ τῷ φοινίκι γινόμενον», Ησύχ.) …

    Dictionary of Greek