σβεσ-τήρ

  • 1σβεστήρας — ο / σβεστήρ, ῆρος, ΝΑ, και εσφ. τ. σβυστήρας νεοελλ. 1. πυροσβεστήρας 2. σβηστήρι, γομολάστιχα αρχ. (για πρόσ.) αυτός που σβήνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα τήρ (πρβλ. καυσ τήρ)] …

    Dictionary of Greek