-
1 σβήνω
[звино] ρ выключатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σβήνω
-
2 гаснуть
σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гаснуть
-
3 погаснуть
σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погаснуть
-
4 потухнуть
σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потухнуть
-
5 вычёркивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вычёркивать
-
6 тушить
тушить 1тушу, тушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушенный, βρ: -шен, -а, -оρ.δ.μ.1. σβήνω•тушить свечи σβήνω τα κηριά•
тушить папирос σβήνω το τσιγάρο•
тушить пожар σβήνω την πυρκαγιά.
|| μτφ. καταπραΰνω, καταπαύω•тушить страсти σβήνω τα πάθη.
2. μειώνω, εξασθενίζω• εξαλείφω•тушить выбрацию εξαλείφω τον κραδασμό.
σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.тушить 2тушу, тушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушенный, βρ: -шен, шена, -шеноρ.δ.μ. μαγειρεύω αεροστεγώς, αχνίζω.σιγοβράζω, βράζω με τον αχνό. -
7 гасить
гасить σβήνω \гасить свет σβήνω το φως ◇ \гасить почто вую марку σφραγίζω γραμμα τόσημο* * *гаси́ть свет σβήνω — το φως
••гаси́ть почто́вую ма́рку — σφραγίζω γραμματόσημο
-
8 тушить
-
9 гасить
гашу, гасишь, ρ.δ.μ. κυρλξ. κ. μτφ. σβήνω•гасить коствр, свет σβήνω τη φωτιά, το φως•
гасить старые долги σβήνω τα παλιά χρέη•
гасить почтовую марку σφραγίζω (ακυρώνω) γραμματόσημο. гасить известь σβήνω την ασβέστη.
σβήνομαι. -
10 глушить
-шу, глушишь, ρ.δ.μ.1. βλ. оглушать.2. πνίγω, σβήνω τον ήχο.3. (για βοτάνια, ζιζάνια) πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη.4. σβήνω•глушить угли σβήνω τα κάρβουνα.
5. (απλ.) χτυπώ, ρίχνω κάτω αναίσθητο.εκφρ.глушить водку, вино – κ.τ.τ. σουρώνω βότκα, κρασί•глушить мотор, трактор – κ.τ.τ. σβήνω το μοτέρ, το τρακτέρ•глушить рыбу – ψαρεύω με δυναμίτη ή με χτυπήματα πάνω στον πάγο (οπότε το ψάρι χάνει τα νερά του).κουφαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
11 гасить
1. (огонь) σβήνω 2. (механические колебания) αποσβένω, αποσβεννύω 3. (из-весть) σβήνω 4. (свет, газ, счётчик) σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гасить
-
12 гасить
гаситьнесов прям., перен σβήνω/ тк. перен πνίγω:\гасить свет σβήνω τό φῶς· ◊ \гасить почтовую марку σφραγίζω γραμματόσημο· \гасить известь σβήνω ἀσβεστη· \гасить мяч спорт. ἀποκρούω τή μπάλλα. -
13 выключить
-чу, -чишь ρ.σ.μ.1. αποκλείω, δε συμπεριλαβαίνω•выключить из списка δε συμπεριλαβαίνω στον κατάλογο•
выключить из игры αποκλείω από το παιγνίδι.
|| παλ. αποβάλλω, διώχνω•выключить из гимназии αποβάλλω από το γυμνάσιο.
2. διακόπτω, αποσυνδέω, σταματώ, σβήνω•выключить свет σβήνω το φως•
выключить радио σβήνω το ράδιο•
выключить телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο•
выключить мотор σταματώ το μοτέρ.
1. εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνομαι.2. διακόπτομαι, κόβομαι, αποσυνδέομαι•свет -лся το φως κόπηκε.
-
14 заглушить
-шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шена, -шеноρ.σ.μ.1. πνίγω, σκεπάζω•оркестр -ил голос певца η ορχήστρα σκέπασε τη φωνή του τραγουδιστή•
ковер -ил звук шагов το χαλί έσβησε τον ήχο των βημάτων.
2. μετριάζω, καταπραΰνω, μαλακώνω, απαλύνω, καθησυχάζω•заглушить боль μαλακώνω τον πόνο.
|| μειώνω, ελαττώνω, ολιγοστεύω.3. εμποδίζω την ανάπτυξη•сорные травы -ли хлеб τα ζιζάνια έπνιξαν το σιτάρι.
4. μτφ. καταστέλλω, καταπνίγω.5. σταματώ•заглушить мотор σβήνω το μοτέρ•
заглушить уголь σβήνω τα κάρβουνα.
σκεπάζομαι, σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
15 перетушить
-перетушитьушу-ушишъ, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. перетушенный, βρ: -шен, -а, -о;ρ.σ.μ. σβήνω (όλα, πολλά)•перетушить все лампы σβήνω όλες τις λάμπες•
перетушить все свечи σβήνω όλα τα κηριά.
-ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетушенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.μ.γιαχνίζω (όλο, πολύ)•перетушить все овощи για-χν Ιζω όλα τα λάχανα.
-
16 замирать
1. (о радиосигнале) διαλείπω, σβήνω 2. (ο колебаниях, звуке и т.п.) πέφτω, παύω, σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замирать
-
17 кокс
1. (топливо) о οπτάνθρακ/ας, το κοκ/κωκ (ξεν.)гасить - мокрым способом σβήνω τον - α με την υγρή μέθοδο, тушить - сухим способом σβήνω τον - α με την ξηρή μέθοδοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кокс
-
18 огонь
1. (пламя, пожар) η φωτιά, η φλόγα, το πυρ 2. (освещение) το φως, ο φανός, το φανάρι"гасить осветительные - ни ав. σβήνω τα φώτα πορείαςбенгальский - τα βεγγαλικά (πλ.)блуждающие - ни (на болотистых местах) οι φωτεινές ατμίδες του φωσφόρου (στους βάλτους)кормовой - мор. πρυμνιό/πρυμναίο -опознавательный - τα φώτα αναγνώρισης, τα διακριτικά φώταотличительный мор. - см. опознавательный -посадочный ав. - τα φώτα της προσγείωσης- спасательного жилета (ав.мор.) τα φώτατου σωσιβίουспасательно-поисковый мор. - τα σωστικά φώτα της έρευναςстояночный ав. - τα φώτα της στάσηςтоповый - мор. о εφίστιος φανόςходовой - мор. τα φώτα πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > огонь
-
19 пожар
η πυρκαγιά, η φωτιάнизовой - лес. επεδάφια - του δάσουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пожар
-
20 выключать
выключать, выключить δια κόπτω· \выключать свет σβήνω το φως· \выключать ток κόβω το ηλεκτρικό· \выключать телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο' \выключать радио κλείνω το ραδιόφωνο* * *= выключитьвыключа́ть свет — σβήνω το φως
выключа́ть ток — κόβω το ηλεκτρικό
выключа́ть телефо́н — αποσυνδέω το τηλέφωνο
выключа́ть ра́дио — κλείνω το ραδιόφωνο
См. также в других словарях:
σβήνω — σβήνω, έσβησα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σβήνω — έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σταματήσει να καίγεται ή να φωτίζει: Σβήνω την πυρκαγιά. – Σβήνω το φως. 2. διαγράφω, εξαλείφω: Έσβησαν το όνομά του από τον κατάλογο των υποψηφίων. – Σβήσε αυτή τη λέξη. 3. καταπραΰνω, καλμάρω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από … Dictionary of Greek
αλαργοσβήνω — σβήνω μακριά («αλαργόσβηνε το αστέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα + σβήνω] … Dictionary of Greek
γλυκοσβήνω — σβήνω απαλά … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
περισβέννυμι — Α 1. σβήνω κάτι γύρω γύρω, σβήνω ολόγυρα 2. μέσ. περισβέννυμαι μτφ. καταπαύω, καταπραΰνω («περισβέννυσθαι δὲ αὐτοῑς τὰς ὁρμάς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σβέννυμι «σβήνω»] … Dictionary of Greek
απαλείφω — (Α ἀπαλείφω) 1. εξαλείφω, σβήνω, διαγράφω 2. καταργώ, ακυρώνω κάτι αρχ. 1. σβήνω, διαγράφω κάτι από επίσημο κατάλογο 2. απαλλάσσω 3. αφαιρώ κρυφά, σφετερίζομαι μέρος από τις καταθέσεις … Dictionary of Greek
αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω … Dictionary of Greek
εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… … Dictionary of Greek
επισβέννυμι — ἐπισβέννυμι και ἐπισβεννύω (Α) 1. σβήνω, σβήνω τελείως 2. παθ. ἐπισβέννυμαι σβήνομαι πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek